Η καμπή των ενδιάμεσων εκλογών στις ΗΠΑ… Του Παναγιώτη Σωτήρη

274

Του Παναγιώτη Σωτήρη

Οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ θα αποτελέσουν μια πολιτική ακτινογραφία της αμερικανικής κοινωνίας και θα διαμορφώσουν ένα νέο πολιτικό τοπίο

Στον τετραετή πολιτικό κύκλο που ορίζει η θητεία του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, οι ενδιάμεσες εκλογές οι midterm elections, αποτελούν πάντα έναν ιδιαίτερα κρίσιμο κόμβο.

Σε αυτές εκλέγεται το σύνολο της Βουλής των Αντιπροσώπων (η θητεία εκεί είναι διετής), το ένα τρίτο της Γερουσίας (οι γερουσιαστές εκλέγονται για εξαετή θητεία), ενώ πάντα συμπίπτουν με αρκετές εκλογές για κυβερνήτη Πολιτείας αλλά και με εκλογές για τα Πολιτειακά νομοθετικά σώματα. Είναι, επίσης, μια βολική ημερομηνία και για τη διεξαγωγή διαφόρων δημοψηφισμάτων.

Το βασικό επίδικο των εκλογών για τη Βουλή και τη Γερουσία, που συναποτελούν το Κογκρέσο των ΗΠΑ, είναι ο έλεγχος ουσιαστικά της νομοθετικής διαδικασίας. Θυμίζουμε ότι οι προτάσεις νόμων ξεκινούν πρώτα από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη συνέχεια συζητιούνται και επικυρώνονται από τη Γερουσία, πριν πάρουν την υπογραφή του προέδρου και γίνουν νόμοι.

Τα δύο σώματα έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η Βουλή των Αντιπροσώπων εκλέγεται από έναν αριθμό στενών μονοεδρικών περιφερειών που κατανέμονται ανάλογα με τον πληθυσμό, αν και συχνά υπάρχει προσπάθεια η διαμόρφωσή των ορίων τους (το ποιες περιοχές περιλαμβάνουν, το εάν περιλαμβάνουν περισσότερους μαύρους ή λευκούς ψηφοφόρους κ.λπ.) επιτρέπει και έναν επηρεασμό του αποτελέσματος. Σε αυτές τις εκλογές εκτιμάται ότι οι Ρεπουμπλικάνοι θα κερδίσουν έως και τρεις έδρες από τη γεωγραφική ανακατανομή των βουλευτικών εδρών.

Από την άλλη, η Γερουσία αποτελείται από δύο γερουσιαστές ανά Πολιτεία, που εκλέγονται για εξαετή θητεία, ανεξαρτήτως του πληθυσμού της. Αυτό εξηγεί και γιατί μπορούμε να δούμε διαφορετικές τάσεις ως τα αποτελέσματα στα δύο σώματα.

Γιατί έχει σημασία για τον εκάστοτε Πρόεδρο ο έλεγχος του Κογκρέσου;

Για τον εκάστοτε Πρόεδρο και την κυβέρνησή του ο έλεγχος των νομοθετικών σωμάτων είναι σημαντικός. Χρειάζεται καταρχάς να έχει την πλειοψηφία της Βουλής, για να μπορεί να έχει νομοθετικές πρωτοβουλίες. Χρειάζεται την πλειοψηφία της Γερουσίας για να μπορεί να προχωράει με ψηφισμένα νομοσχέδια και να μπορεί να «περνάει» τις επιλογές προσώπων που κάνει, π.χ. των δικαστών του ανώτατου δικαστηρίου. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι στη Γερουσία σχεδόν πάντα γίνεται διαπραγμάτευση και υπάρχει κάποιου είδους διακομματική συναίνεση, καθώς στην πράξη το σώμα δεν λειτουργεί με την αρχή 50%+1, καθώς πάντα μια ισχυρή μειοψηφία μπορεί να κάνει filibustering, μια παρελκυστική διαδικασία που στο τέλος ακυρώνει έναν νόμο και η οποία ξεπερνιέται μόνο με ισχυρή πλειοψηφία. Σε οριακές περιπτώσεις υπάρχει η δυνατότητα να διακοπεί το filibuster με απλή πλειοψηφία. Όμως, σε γενικές γραμμές η πρακτική είναι ότι χρειάζεται πλειοψηφία 60 γερουσιαστών για να σπάσει όταν πρόκειται για νομοθετικά ζητήματα. Αυτό ορίζει κατά βάση και τον επιδιωκόμενο κάθε φορά συσχετισμό, κάτι που εξηγεί και γιατί τελικά στη Γερουσία συχνά περνούν συμβιβαστικές και «κουτσουρεμένες» εκδοχές των νόμων που ψηφίστηκαν από τη Βουλή.

Αυτή η περίπλοκη νομοθετική διαδικασία εξηγεί για παράδειγμα γιατί ήταν πολύ μεγαλύτερα τα πακέτα οικονομικών μέτρων που πρότεινε αρχικά ο Τζο Μπάιντεν από αυτά που ψηφίστηκαν τελικά.

Εάν ένας πρόεδρος έχει ένα εχθρικό Κογκρέσο απέναντί του, τότε έχει τη δυνατότητα το αρνηθεί να υπογράψει έναν νόμο που έχει εγκριθεί. Η προεδρική αρνησικυρία ανατρέπεται μόνο εάν διαμορφωθεί μια πλειοψηφία δύο τρίτων και στη Βουλή και στη Γερουσία (εκτός από την περίπτωση όπου του προεδρικού βέτο ακολουθεί περίοδος με διακοπής εργασιών του Κογκρέσου, οπότε το βέτο δεν ανατρέπεται).

Η σημασία των ενδιάμεσων σε σχέση με τις προεδρικές εκλογές

Οι ενδιάμεσες εκλογές πάντα αποτυπώνουν την απήχηση μιας κυβέρνησης και συχνά δείχνουν τη φθορά της. Είναι επίσης σε αρκετές περιπτώσεις ένας τρόπος για να δείξουν οι ψηφοφόροι τη δυσαρέσκειά τους με την κυβέρνηση. Αυτό εξηγεί γιατί παραδοσιακά ευνοούν την αντιπολίτευση.

Εάν μια κυβέρνηση χάσει το Κογκρέσο είναι προφανές ότι χάνει και τη δυνατότητα να έχει μεγάλες πρωτοβουλίες και άρα θα πάει στις επόμενες εκλογές με ένα πιο δύσβατο πεδίο και χωρίς να παρουσιάσει όλο το νομοθετικό έργο  που θα ήθελε. Αυτό σημαίνει ότι είναι και πολύ πιο ευάλωτη στις πιέσεις και τους εκβιασμούς της αντιπολίτευσης, που έχει κάθε λόγο να ζητά μεγάλες παραχωρήσεις σε θέματα της δικής της ατζέντας για να επιτρέψει στην κυβέρνηση να προχωρήσει με το πρόγραμμά της. Γι’ αυτό και όταν η αντιπολίτευση κερδίζει τις ενδιάμεσες αυτό μπορεί να είναι προάγγελος για τις προεδρικές. Αυτό έγινε το 2006 όταν το «Δημοκρατικό κύμα» στις εκλογές έδειξε τη δυναμική που δυο χρόνια αργότερα οδήγησε στην εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα.

Φυσικά, υπάρχουν πολλά παραδείγματα όπου πρόεδροι μπόρεσαν να επανεκλεγούν παρότι είχαν ένα εχθρικό Κογκρέσο. Το 1994 οι Ρεπουμπλικάνοι κέρδισαν για πρώτη φορά το Κογκρέσο από το 1952. Ωστόσο, το 1996 ο Μπιλ Κλίντον κατάφερε να επανεκλεγεί πρόεδρος.

Πάντως η ιδιαίτερη σημασία των εκλογών της 8ης Νοεμβρίου 2022 φαίνεται και από το γεγονός ότι η διαφημιστική δαπάνη για αυτές είναι ιδιαίτερα αυξημένη.

Η επιστροφή των Ρεπουμπλικάνων

Όλα δείχνουν ότι οι Ρεπουμπλικάνοι ετοιμάζονται να έχουν ένα θετικό αποτέλεσμα ιδίως στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου τα προγνωστικά δείχνουν ότι θα μπορέσουν να πάρουν την πλειοψηφία. Πιο δύσκολα είναι τα πράγματα στη Γερουσία όπου δεν όλοι συμφωνούν ότι δεν μπορεί να προβλεφθεί με βεβαιότητα το αποτέλεσμα.

Ως προς τις εκλογές κυβερνητών σε αυτές τις εκλογές θα εκλεγούν 36 κυβερνήτες. Σε ορισμένες Πολιτείες αναμένονται αλλαγές: η Μασαχουσέτη και το Μέρυλαντ αναμένεται να επιστρέψουν στους Δημοκρατικούς. Οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν αρκετές πιθανότητες να κερδίσουν τη Νεβάδα, το Γουισκόνσιν και ίσως το Όρεγκον, σε άλλες περιπτώσεις, όπως στο Μίσιγκαν και την Πενσυλβανία οι υποψήφιοί τους ήταν μάλλον αδύναμοι. Ωστόσο, οι Ρεπουμπλικάνοι θα έχουν και θετικά αποτελέσματα: ο κυβερνήτης της Φλόριντα Ρον ΝτεΣάντις αναμένεται να έχει μια άνετη νίκη, την ώρα που θεωρείται και πιθανώς υποψήφιος για την προεδρία. Και μάλλον οι Ρεπουμπλικάνοι θα επανεκλέξουν τους κυβερνήτες στο Τέξας και τη Τζόρτζια.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι πλάι στους 36 κυβερνήτες θα γίνει και εκλογή 27 secretaries of State. Το αξίωμα αυτό, ισοδύναμο ενός Πολιτειακού «υπουργού Εσωτερικών» έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί αυτοί οι αξιωματούχοι έχουν την ευθύνη για την επικύρωση των εκλογών. Εάν εκεί εκλεγούν «αρνητές» (deniers), δηλαδή με απόψεις κοντινές σε αυτές του Ντόναλντ Τραμπ (και των θεωριών συνωμοσίας του), τότε αυτό θα παίξει ρόλο εάν έχουμε μια μάχη Τραμπ – Μπάιντεν το 2024 και ο Τραμπ δοκιμάσει πάλι μια γραμμή αμφισβήτησης των αποτελεσμάτων.

Παράλληλα έχουν σημασία και οι εκλογές που γίνονται για τα Πολιτειακά νομοθετικά σώματα. Για παράδειγμα στο Γουισκόνσιν μια πολιτεία με Δημοκρατικό κυβερνήτη και που έχει ψηφίσει τους Δημοκρατικούς σε προεδρικές εκλογές οι Ρεπουμπλικάνοι είναι αρκετά κοντά στο να αποκτήσουν στην πολιτειακή Βουλή και την Πολιτειακή Γερουσία πλειοψηφίες δύο τρίτων που σημαίνει ότι θα μπορούν να ξεπεράσουν τυχόν βέτο του κυβερνήτη, σε περίπτωση που δεν εκλεγεί ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων Τιμ Μίτσελς. Και βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι τα Πολιτειακά νομοθετικά σώματα έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία, καθώς μπορούν να παίρνουν σημαντικές αποφάσεις σε ζητήματα όπως είναι οι αμβλώσεις, η οπλοκατοχή και βεβαίως τα εκλογικά δικαιώματα.

Η σημασία της οικονομίας και η μερική αποδοκιμασία του Μπάιντεν

Οι εκλογές αυτές είναι οι πρώτες «μετα-πανδημικές» εκλογές. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι σε αντίθεση με τις εκλογές του 2020 πλέον είναι η πανδημία είναι πολύ χαμηλά στην ιεράρχηση των ψηφοφόρων. Αυτό είναι ένα μειονέκτημα για τον Τζο Μπάιντεν γιατί σημαίνει ότι δεν θα μεταφραστεί εκλογικά η θετική γνώμη που υπάρχει για τον τρόπο που διαχειρίστηκε την πανδημία.

Αυτό που ανησυχεί περισσότερο τους Αμερικανούς είναι η οικονομία. Η αύξηση του πληθωρισμού, η προοπτική ακόμη μεγαλύτερων αυξήσεων των επιτοκίων (που επιδρούν αρνητικά στην αγορά ακινήτων), η διάχυτη αίσθηση μιας επερχόμενης οικονομικής ύφεσης στον ορίζοντα, όλα αυτά συντελούν σε αυτή την ανησυχία, παρότι οι ΗΠΑ  διατηρούν σχετικά υψηλούς αναπτυξιακούς ρυθμούς και δεν έχουν δει ακόμη αύξηση της ανεργίας (αντιθέτως αυτή παραμένει σε εντυπωσιακά χαμηλά επίπεδα). Επιπλέον, δεν έχουν σταματήσει τα προβλήματα με τις εφοδιαστικές αλυσίδες. Πολύ πρόσφατα η Κίνα ανακοίνωσε λοκντάουν στην πόλη όπου συναρμολογούνται στα εργοστάσια της FoXconn τα iPhones.

Επίσης οι Αμερικανοί ανησυχούν αρκετά για την αύξηση της εγκληματικότητας, στοιχείο που σε γενικές παραδοσιακά ευνοεί τις πιο συντηρητικές απόψεις των Ρεπουμπλικάνων.

ΟΙ Ρεπουμπλικάνοι από τη μεριά τους πέραν του να ασκήσουν μεγάλη κριτική στην οικονομική πολιτική του Τζο Μπάιντεν, έχουν επενδύσει ιδιαίτερα και στα ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια και την εγκληματικότητα, αλλά και στο θέμα των αμβλώσεων. Άλλωστε, οι εκλογές γίνονται στη σκιά της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου που ανέτρεψε την ιστορική προηγούμενη απόφασή του Roe v. Wade που ουσιαστικά νομιμοποίησε τις αμβλώσεις. Μάλιστα, παρότι σε μια πρώτη φάση οι Δημοκρατικοί θέλησαν να χρησιμοποιήσουν αυτή την απόφαση, που θεωρήθηκε μεγάλο πισωγύρισμα ως προς τα αναπαραγωγικά δικαιώματα, για να κινητοποιήσουν τους ψηφοφόρους τους για την ανάγκη να διατηρηθεί ο έλεγχος του Κογκρέσου, στη συνέχεια ήρθαν και οι Ρεπουμπλικάνοι να κάνουν το ίδιο υποστηρίζοντας ότι εάν ελέγξουν το Κογκρέσο θα προσπαθήσουν να περάσουν ομοσπονδιακή ρύθμιση απαγόρευσης των αμβλώσεων μετά τη 15 εβδομάδα της κύησης. Και τώρα οι Δημοκρατικοί βλέπουν να υποχωρεί η βαρύτητα των αμβλώσεων ως θέματος που συσπειρώνει

Ο Μπάιντεν θέτει θέμα δημοκρατίας

Σε μια προσπάθεια να κινητοποιήσει τους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους ο Τζο Μπάιντεν έχει παρουσιάσει τις εκλογές της 8η Νοεμβρίου ως μια μάχη για τη δημοκρατία. Αφορμή ήταν το πρόσφατο περιστατικό της επίθεσης στην οικία της Πρόεδρου της Βουλής Νάνσι Πελόζι, που οδήγησε στον σοβαρό τραυματισμό του συζύγου της, και η οποία επίθεση αποδόθηκε ακριβώς στο τοξικό κλίμα που διαμόρφωσε η αμφισβήτηση από τον Ντόναλντ Τραμπ του αποτελέσματος των εκλογών του 2020, αμφισβήτηση που οδήγησε και στα πρωτοφανή έκτροπα της 6ης Ιανουαρίου 2021.

Ο Μπάιντεν κάλεσε τους ψηφοφόρους να εκλέξουν αυτούς που δεν θα αμφισβητήσουν το αποτέλεσμα των εκλογών και θα υπερασπιστούν τη δημοκρατία, υποστηρίζοντας ότι μια ανατροπή του συσχετισμού ουσιαστικά θα ευνοήσει τα σχέδια του Ντόναλντ Τραμπ.

Ωστόσο, παρά την απήχηση που έχουν τόσο τα ζητήματα δημοκρατίας όπως και τα ζητήματα της υπεράσπισης των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων, αυτό δεν μπορεί να αντισταθμίσει τη βαρύτητα που έχει η ανησυχία των ψηφοφόρων για τις εκλογές.

Η βαριά σκιά του Ντόναλντ Τραμπ

Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι υποψήφιος σε κάποια εκλογική μάχη σε αυτές τις εκλογές. Δεν έχει καν ανακοινώσει επισήμως ότι θα είναι υποψήφιος το 2024. Ωστόσο, η σκιά του είναι βαριά σε αυτές τις εκλογές. Άλλωστε, παραμένει ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των ψηφοφόρων του κόμματός του, που σε ποσοστό 64% ζητούν ο τέως Πρόεδρος να συνεχίσει να έχει σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση της κατεύθυνσης του κόμματός του.

Και ένας μεγάλος αριθμός των Ρεπουμπλικάνων που διεκδικούν κάποιου είδους ομοσπονδιακό ή Πολιτειακό αξίωμα σε αυτές τις εκλογές είναι οπαδοί του. Σύμφωνα με μια μέτρηση ανάμεσα στους 552 υποψηφίους των Ρεπουμπλικάνων που διεκδικούν στις 8 Νοεμβρίου να εκλεγούν σε κάποιο αξίωμα, οι 199 αρνούνται τη νομιμοποίηση των εκλογών του 2020 και ασπάζονται το αφήγημα του Τραμπ.

Ωστόσο, αρκετοί στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ανησυχούν μήπως και ορισμένες επιλογές υποψηφίων που είχαν μεγάλη υποστήριξη από τον Τραμπ στο τέλος κάνουν μεγαλύτερη ζημιά, π.χ. το πρώην αστέρι του ποδοσφαίρου Χέρσελ Γουόκερ στην Πολιτεία της Τζόρτζια που μάλλον δεν θα καταφέρει να πετύχει την ανατροπή.

Ούτως ή άλλως ο Τραμπ στις ομιλίες του έχει ανεβάσει τον τόνο σε σχέση με ενδεχόμενη υποψηφιότητά του και υπάρχουν πληροφορίες ότι ιδίως εάν οι Ρεπουμπλικάνοι τα πάνε καλά στις ενδιάμεσες εκλογές, θα ανακοινώσει μέσα στον Νοέμβριο την υποψηφιότητά του.

Μια χώρα σε σταυροδρόμι

Στην πραγματικότητα οι εκλογές αυτές δείχνουν ότι έχουμε να κάνουμε με μια χώρα που βρίσκεται αντιμέτωπη με ανοιχτά ερωτήματα. Καταρχάς είναι μια χώρα διαιρεμένη, με βαθιές πολιτικές, αξιακές και πολιτισμικές διαφοροποιήσεις, εδώ και καιρό χωρίς κοινό αφήγημα. Σε κρίσιμα ζητήματα όπως ο ρόλος της θρησκείας στη ζωή των ανθρώπων, η οπλοκατοχή, η αντιμετώπιση των μεταναστών και των αιτουμένων ασύλου, οι αμβλώσεις, η θανατική ποινή, παραμένει μια χώρα με μεγάλες αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις. Οι οικονομικές ελίτ της έχουν συγκρουόμενες απόψεις για το ζήτημα της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Το δικαστικό της σώμα αρχίζει να πολώνεται ανάμεσα σε όσους υποστηρίζουν μια πιο προοδευτική αντίληψη και την βαθιά συντηρητική ανάγνωση του συντάγματος που κάνει το Ανώτατο Δικαστήριο.

Δεν είναι τυχαία η απήχηση των θεωριών συνωμοσίας του Ντόναλντ Τραμπ ή το γεγονός ότι για πρώτη φορά μετά τον 19ο αιώνα, η έννοια του εμφυλίου πολέμου επιστρέφει ως οριακό ενδεχόμενο.

Έπειτα είναι μια χώρα που αναζητά δρόμο για την οικονομία. Οι παρεμβάσεις της FED μπορεί να δίνουν κατεύθυνση για τον πληθωρισμό, όμως υπάρχουν όλα τα ανοιχτά προβλήματα σε σχέση μεν παραγωγικότητα, την κερδοφορία, τη σχέση ανάμεσα στην πραγματική οικονομία και τον υπερδιογκωμένο χρηματοοικονομικό τομέα, την αυξανόμενη αστάθεια σε αγορές όπως αυτή των ομολόγων.

Και βέβαια είναι μια χώρα που ταλαντεύεται ως προς την διεθνή πολιτική. Γιατί μπορεί οι ΗΠΑ να έχουν επιλέξει μια πιο επιθετική γραμμή π.χ. στον πόλεμο στην Ουκρανία, ή να έχουν επιλέξει μια κλιμάκωση της σύγκρουσης με την Κίνα, ή να σκέφτονται νέες κυρώσεις σε βάρος του Ιράν, όμως την ίδια στιγμή η ηγεσία τους αρχίζει να περιορίζεται στα όρια της «Δύσης» και την ίδια ώρα αδυνατούν να αρθρώσουν ένα συνεκτικό αφήγημα για τον κόσμο. Αντίστοιχα, μένει να δούμε ένα μια ενίσχυση της θέσης των Ρεπουμπλικάνων θα συνεπάγεται και στροφή σε πιο «απομονωτικές» πολιτικές κατά τον τρόπο του ίδιου του Ντόναλντ Τραμπ.

Πηγή: in.gr