Του Δημήτρη Κούρκουλα
Τα διαφορετικά συμφέροντα αλλά κυρίως οι αποκλίνουσες στρατηγικές προσεγγίσεις στην εξωτερική πολιτική των κρατών-μελών έχουν επί σειρά ετών ακυρώσει ή τουλάχιστον υπονομεύσει τις προσπάθειες χάραξης μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής αντάξιας του ειδικού βάρους της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) στο διεθνές σύστημα.
Ένας επιπλέον παράγοντας που εμποδίζει την ανάπτυξη κοινής εξωτερικής πολιτικής οφείλεται στο ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση είχε εξαρχής έναν βασικό στόχο: την εμπέδωση της ειρήνης ανάμεσα στα κράτη-μέλη και όχι την απόκρουση εξωτερικών απειλών.
Η αδυναμία αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής ήταν ιδιαίτερα εμφανής στον τρόπο που οι Βρυξέλλες αντιμετώπιζαν επί χρόνια τη σχέση τους με τη Μόσχα. Στην ουσία δεν υπήρχε κοινή πολιτική γιατί οι στρατηγικές προσεγγίσεις ήταν διαμετρικά αντίθετες, με ορισμένες χώρες να θεωρούν τη Ρωσία κύρια απειλή, ενώ άλλες να επιδιώκουν στενότερη συνεργασία πιστεύοντας ότι θα ήταν οικονομικά επωφελής, αλλά και θα μπορούσε να συμβάλει σε μια πιο φιλοευρωπαϊκή και δημοκρατική πορεία της Ρωσίας.
Σε αυτή την αδυναμία κοινής θέσης πόνταρε ο πρόεδρος Πούτιν όταν αποφάσισε να προχωρήσει στην παράνομη εισβολή πιστεύοντας ότι η ΕΕ θα παραμείνει, ως συνήθως, αδρανής. Η Ευρωπαϊκή Ενωση όμως αντέδρασε με τρόπο που αιφνιδίασε τη ρωσική πλευρά και εξέπληξε ακόμα και τους πιο αισιόδοξους παρατηρητές των Βρυξελλών. Η στρατηγική ήττα προς την οποία οδηγείται η Μόσχα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απρόσμενη ευρωπαϊκή αντίδραση. Με μεγάλη ταχύτητα η ΕΕ έλαβε πρωτοφανή μέτρα κυρώσεων, αποφάσισε και χρηματοδότησε την αποστολή οπλισμού στην αμυνόμενη Ουκρανία, συμφώνησε σε συντονισμό της ενεργειακής πολιτικής και σε λίγες εβδομάδες υλοποιεί την απαγόρευση εισαγωγής ρωσικού πετρελαίου ενώ οι συζητήσεις για κοινές δράσεις στην αγορά φυσικού αερίου προχωρούν.
Οι επιπτώσεις του πολέμου και των κυρώσεων θα συνεχίσουν να έχουν σημαντικό κόστος για την ευρωπαϊκή οικονομία. Οι ευρωπαίοι πολίτες φαίνονται, μέχρι στιγμής, αποφασισμένοι να υποστούν θυσίες προκειμένου να μην υποκύψουν στους ρωσικούς εκβιασμούς και να μην αποδεχθούν έναν αναθεωρητισμό που θα οδηγούσε στον εξανδραποδισμό των αδύναμων χωρών.
Ο πόλεμος της Ουκρανίας δεν είναι διαμάχη μόνο για εδάφη και σύνορα. Είναι και μάχη της φιλελεύθερης δημοκρατίας απέναντι στον αυταρχισμό. Ο ρώσος πρόεδρος έχει επανειλημμένα εκφράσει την απαξίωσή του για τη δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία την οποία θεωρεί ξεπερασμένη και υποστηρίζει κάθε είδους λαϊκισμούς που εχθρεύονται τη δημοκρατία. Στο εσωτερικό της χώρας του ακολουθεί εδώ και χρόνια μια άκρως αυταρχική πολιτική με διώξεις και δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων, με φίμωση του Τύπου και της ελευθερίας έκφρασης και με συστηματική καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αυτό που σήμερα ενώνει τις δημοκρατικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι η κοινή αίσθηση της διττής ρωσικής απειλής: απειλή για την ειρήνη και την εδαφική ακεραιότητα ανεξάρτητων χωρών αλλά και απειλή για το δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης.
Η νέα ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική που θα προκύψει από το καμίνι του ουκρανικού πολέμου θα επιδιώκει, όπως γίνεται συνήθως, μια ισορροπία μεταξύ αξιών και συμφερόντων. Θα έχει όμως έντονα στοιχεία απόρριψης κάθε είδους αναθεωρητισμού και αντίθεσης στον αυταρχισμό.
Κάτω από αυτές τις νέες συνθήκες θα κληθεί και η γειτονική μας Τουρκία να αποφασίσει τι σχέσεις επιθυμεί να έχει με την Ευρώπη προκειμένου να αποφύγει δυσάρεστες εκπλήξεις σαν αυτές που αντιμετώπισε η Ρωσία.