Επεισόδια στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου στο Βέλγιο: σύμβολο της αποτυχίας της μεταναστευτικής πολιτικής… Του Alain Destexhe

245

Του Alain Destexhe*

Βίαιες συγκρούσεις σημειώθηκαν στο Βέλγιο μετά τον ποδοσφαιρικό αγώνα Μαρόκου-Βελγίου κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ στο Κατάρ.

Επεισόδια σημειώθηκαν στις Βρυξέλλες, την Αμβέρσα και τη Λιέγη, όπου ένα αστυνομικό τμήμα δέχθηκε επίθεση από περίπου 50 «νεαρούς», αλλά και σε πολλές πόλεις της Ολλανδίας. Πέρα από αυτά τα περιστατικά, οι λαϊκοί πανηγυρισμοί στις γειτονιές των Βρυξελλών με έντονο το μαροκινό στοιχείο, ιδίως στο Μόλενμπεεκ, αποκάλυψαν ότι σε αυτές τις περιοχές η μαροκινή ταυτότητα είναι πολύ ισχυρότερη από τη βελγική, παρόλο που οι περισσότεροι κάτοικοι έχουν διπλή εθνικότητα.

Θα πρέπει να είναι κανείς τυφλός και να προσπαθεί να εντάξει την πραγματικότητα στην ιδεολογία της «συμβίωσης πάση θυσία» για να μην δει ότι οι Μαροκινοί του Βελγίου υποστήριζαν τη μαροκινή ομάδα και όχι την ομάδα της «δεύτερης πατρίδας» τους. Κάποιοι δημοσιογράφοι το έκαναν γράφοντας τίτλους όπως: «Όποιος και να κερδίσει μεταξύ Βελγίου και Μαρόκου, θα έχουμε γιορτή».

Η γιορτή έλαβε χώρα στο Μόλενμπεεκ, στο Άντερλεχτ, στο Σέρμπεεκ και στις Βρυξέλλες, δήμους όπου οι μαροκινοί μετανάστες και οι απόγονοί τους είναι περισσότεροι από άλλους κατοίκους, μεταξύ των οποίων και των γηγενών Βέλγων. Μπορούσε κανείς να δει τον ενθουσιασμό αυτών των υποστηρικτών να κορνάρουν και να επιδεικνύουν μαροκινές σημαίες στους δρόμους της πρωτεύουσας μέσα από τα αυτοκίνητά τους που έχουν βελγικές πινακίδες.

Για πολλούς γηγενείς Βέλγους, αυτό το θέαμα έσπασε τον μύθο της ένταξης στη χώρα υποδοχής, ίσως επειδή οι εορτασμοί να φάνηκαν υπερβολικοί, ακόμη και απρεπείς για το Βέλγιο, το οποίο επέτρεψε σε αυτούς τους Μαροκινούς να ζήσουν σε μια εύπορη χώρα και να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα του κράτους πρόνοιας.

Τα τηλεοπτικά κανάλια δεν έδειξαν τις εικόνες ενός άνδρα να κατεβάζει την βελγική σημαία από ένα κτίριο υπό το χειροκρότημα του πλήθους, ούτε μια εντυπωσιακή συγκέντρωση εκατοντάδων Μαροκινών που χόρευαν και τραγουδούσαν σε απόσταση αναπνοής από την Γκραν Πλας (Μεγάλη Πλατεία) των Βρυξελλών, η οποία είχε αποκλειστεί από κλοιό αστυνομικών εξοπλισμένων με κράνη και ρόπαλα, που εμπόδιζε την πρόσβασή τους στο κέντρο της πόλης.

Σύμφωνα με την Statbel, την επίσημη βελγική στατιστική υπηρεσία, το 46% του πληθυσμού των Βρυξελλών είναι πλέον μη-ευρωπαϊκής καταγωγής (με την έννοια της Ευρωπαϊκής Ένωσης συν το Ηνωμένο Βασίλειο), και μόνο το 24% είναι βελγικής καταγωγής. Οι Μαροκινοί αντιπροσωπεύουν το 7% του πληθυσμού του Βελγίου ─αλλά το 12% βρίσκεται στην περιφέρεια της πρωτεύουσας των Βρυξελλών─ οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν επίσης βελγική υπηκοότητα. Η αύξηση του αριθμού των Μαροκινών στο Βέλγιο υπήρξε ραγδαία: μόνο 460 το 1961. 39.000 το 1970 και 800.000 σαράντα χρόνια αργότερα, είναι μεγάλος αριθμός για μια χώρα μόλις 11 εκατομμυρίων. Ως αποτέλεσμα αυτής της δημογραφικής εξέλιξης και της ευκολίας απόκτησης βελγικής υπηκοότητας (σε ορισμένες περιπτώσεις μετά από τρία χρόνια διαμονής χωρίς άλλους όρους), η χώρα έχει τώρα 26 περιφερειακούς ή ομοσπονδιακούς βουλευτές μαροκινής καταγωγής και αρκετούς δημάρχους, που συχνά ενθαρρύνουν τον κοινοτισμό ή αλλιώς «να ανήκει κανείς στην κοινότητά του».

Στις Βρυξέλλες, οι Μαροκινοί είναι περισσότεροι από τους κατοίκους βελγικής καταγωγής στην ηλικιακή ομάδα κάτω των 18 ετών, ενώ σε πολλά σχολεία φοιτούν αποκλειστικά παιδιά μη-ευρωπαϊκής καταγωγής. Σε όσα δημόσια σχολεία οι γονείς έχουν τη δυνατότητα επιλογής του μαθήματος των Θρησκευτικών, η πλειοψηφία των μαθητών παρακολουθεί πλέον μάθημα για το Ισλάμ. Έχει μικρή σημασία εάν κάποιος περιγράφει αυτές τις αλλαγές ως «ποικιλομορφία» ή ως «μεγάλη αντικατάσταση». Για μερικές δεκαετίες η εξέλιξη υπήρξε σημαντική και έχει τροποποιήσει τον κοινωνικό ιστό των πόλεων του Βελγίου.

Το χιτζάμπ (ισλαμική μαντίλα) είναι όλο και περισσότερο παρόν και φοριέται από την πλειοψηφία των γυναικών σε ορισμένους δήμους. Κατά τη διάρκεια του μήνα του Ραμαζανιού, σχεδόν όλα τα καταστήματα και τα εστιατόρια είναι κλειστά κατά τη διάρκεια της ημέρας σε ορισμένες περιοχές. Ο αριθμός των τζαμιών αυξάνεται ραγδαία, και όλα τα ρεύματα του Ισλάμ αντιπροσωπεύονται στις Βρυξέλλες. Οι εντάσεις μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών, ή ακόμα και μεταξύ Μαροκινών και Τούρκων, είναι μερικές φορές έντονες, ειδικά εντός του Μουσουλμανικού Εκτελεστικού Συμβουλίου του Βελγίου, μια δομή που δημιούργησε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προκειμένου να υπάρξει ένας μόνο συνδιαλεγόμενος για τη μουσουλμανική κοινότητα, το οποίο όμως περνάει από κρίση σε κρίση.

Ενώ η σφαγή ζώων χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση απαγορεύεται στη Φλάνδρα και τη Βαλλονία, το μουσουλμανικό λόμπι στο Κοινοβούλιο των Βρυξελλών κατάφερε να εμποδίσει μια νομοθετική πρόταση προς αυτή την κατεύθυνση. Κατά τη διάρκεια κάποιας δίκης ή εκλογών, είναι συνηθισμένο να βλέπουμε γυναίκες να έρχονται με τους συζύγους τους και να εξηγούν ότι δεν μπορούν να παραμείνουν ως ένορκοι ή εφορευτική επιτροπή επειδή δεν μιλούν καμία από τις επίσημες γλώσσες του Βελγίου, αποδεικνύοντας έτσι μια εντελώς αποτυχημένη πολιτική ένταξης. Το «vivre ensemble» («ζούμε μαζί») που εξυμνείται από τον βελγικό πολιτικό κόσμο είναι ένας μύθος, με κοινότητες που ζουν δίπλα-δίπλα αλλά δεν αναμειγνύονται μεταξύ τους. Οι Μαροκινοί παντρεύονται Μαροκινές και οι Τούρκοι παντρεύονται Τουρκάλες, τις οποίες συχνά φέρνουν από την πατρίδα τους. Η οικογενειακή επανένωση είναι πλέον η κύρια πηγή μετανάστευσης στο Βέλγιο, όπως και στη Γαλλία.

Στη Γαλλία, αναφέρεται τακτικά το αποικιακό παρελθόν της χώρας για να δικαιολογηθεί η οργή των νεαρών Βορειοαφρικανών. Πρόκειται για μια δικαιολογία που δεν ισχύει: παρόμοια περιστατικά συμβαίνουν και στο Βέλγιο, μια χώρα που δεν έχει ιστορικό δεσμό με τη Βόρεια Αφρική. Το 1964, μια σύμβαση άνοιξε το δρόμο για την οικονομική μετανάστευση, η ανάγκη της οποίας έχει πάψει προ πολλού να υφίσταται, αλλά συνεχίζεται επ’ αόριστον μέσω της οικογενειακής επανένωσης, την οποία δικαίως οι Αμερικανοί αποκαλούν «αλυσιδωτή μετανάστευση».

Το πιο ανησυχητικό είναι η άρνηση και η παντελής απουσία δημόσιας συζήτησης για τα ζητήματα της μετανάστευσης και της ένταξης, κυρίως στη γαλλόφωνη πλευρά της χώρας. Ούτε τα ΜΜΕ ούτε τα πολιτικά κόμματα μιλούν γι’ αυτό. Οι ταραχές της Κυριακής αποδόθηκαν από τον δήμαρχο των Βρυξελλών σε «κακοποιά στοιχεία και αποβράσματα», μια κουβέντα που επαναλήφθηκε ευρέως χωρίς καμία διευκρίνηση και ανάλυση. Η σύνδεση με την υπερβολική μετανάστευση, αναλογικά μεγαλύτερη από αυτή της Γαλλίας, δεν ξαναέγινε ποτέ. Ενώ στη Γαλλία και αλλού στην Ευρώπη γίνεται έντονη συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα, το Βέλγιο μοιάζει να έχει παραιτηθεί και να αποδέχεται το πεπρωμένο του ως πολυπολιτισμική χώρα με μουσουλμανική πλειοψηφία στην πρωτεύουσά του, όπου κάπου-κάπου δημιουργείται μια «νέα κανονικότητα» από αστικές ταραχές, πυροβολισμούς και τρομοκρατικές επιθέσεις.

*Ο Alain Destexhe, αρθρογράφος και πολιτικός αναλυτής, είναι επίτιμος γερουσιαστής στο Βέλγιο και πρώην γενικός γραμματέας των Γιατρών Χωρίς Σύνορα.

Πηγή: gatestoneinstitute.org