Η ΛΑΡΚΟ και οι φορολογούμενοι… Των Γεώργιο Μπήτρου – Κωνσταντίνο Σαραβάκου

293

Των Γεώργιο Μπήτρου* – Κωνσταντίνο Σαραβάκου**

Η ΛΑΡΚΟ είναι εταιρεία παραγωγής σιδηρονικελίου με ένα μεταλλουργικό εργοστάσιο στη Λάρυμνα Φθιώτιδας και ορυχεία στις περιοχές της Εύβοιας, του Νέου Κόκκινου Βοιωτίας, την Καστοριά και τα Σέρβια Κοζάνης. Από το 1963 έως το 1982 λειτούργησε ως ιδιωτική επιχείρηση. Αλλά οι δύο πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970, και όχι μόνο, έπληξαν καίρια την βιωσιμότητά της. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι από το 1979 μέχρι το 1982 διένυσε μία περίοδο τεσσάρων ετών ζημιογόνας πορείας. Έτσι, παρά την χρηματοδότηση που έλαβε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και άλλα πιστωτικά ιδρύματα στις αρχές της δεκαετίας του 1980, την περίοδο 1983-1987 μπήκε σε διαδικασία εκκαθάρισης εν λειτουργία. Αλλά αντί εκκαθάρισης, για τους λόγους που εξηγούμε στο ερευνητικό μας δοκίμιο, το 1987 εντάχθηκε στον Νόμο 1386/1983 για τις προβληματικές επιχειρήσεις και το 1989 περιήλθε σε καθεστώς κρατικής ιδιοκτησίας και διαχείρισης.

Η «νέα» δημόσια ΛΑΡΚΟ ιδρύθηκε τον Μάιο του 1989 με μετόχους τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ), τον Οργανισμό Ανασυγκροτήσεως Επιχειρήσεων (ΟΑΕ), την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) και την Εθνική Τράπεζα Επενδύσεων Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΕΒΑ). Τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της κατάφερε να εμφανίσει κάποια θετικά αποτελέσματα. Εντούτοις, παρά τα κέρδη που συγκυριακά εμφάνιζε κατά καιρούς στους ισολογισμούς, την περίοδο 1989-2019, δηλαδή ενόσω βρισκόταν υπό δημόσια ιδιοκτησία και διαχείριση, οι σωρευτικές ζημιές της ξεπέρασαν αρκετές εκατοντάδες εκατ. Ευρώ.

Μάλιστα, έχει σημασία να αναφερθεί ότι, για την περίοδο 2008-2011, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ), έχοντας διαπιστώσει μετά από επισταμένη έρευνα ότι το δημόσιο είχε χορηγήσει στην ΛΑΡΚΟ παράνομες ενισχύσεις ύψους 135,8 εκ. ευρώ, παρέπεμψε την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΕΔ) με την κατηγορία της νόθευσης του ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά. Το αποτέλεσμα ήταν η χώρα μας να καταδικαστεί στις αρχές του 2022 σε εφάπαξ καταβολή ποσού 5,5 εκατ. Ευρώ ως πρόστιμο και χρηματική ποινή ύψους άνω των 4 εκατ. Ευρώ ανά εξάμηνο μη ανάκτησης του εν λόγω ποσού των παράνομων επιδοτήσεων.

Λιγότερο ή περισσότερο όλα τα ανωτέρω είναι γνωστά. Όπως γνωστό είναι επίσης από την βιβλιογραφία ότι, η βιομηχανική πολιτική της οποίας η ΛΑΡΚΟ αποτελεί σήμερα ένα απομεινάρι, συνέβαλλε τα μέγιστα στην αποβιομηχάνιση της χώρας. Αυτό που δεν είναι γνωστό, γιατί το πολιτικό σύστημα απέφυγε συστηματικά μέχρι σήμερα να κάνει κάποιο απολογισμό ώστε να γνωρίζουμε, είναι πόσο κόστισε η αποτυχία στους φορολογούμενους. Αυτό είναι ακριβώς το ερώτημα που θέτουμε και ερευνούμε με ενδεικτική αναφορά στην περίπτωση της ΛΑΡΚΟ.

Συνοπτικά, από την ανάλυση των στοιχείων που καταφέραμε και συλλέξαμε βρίσκουμε, με σχετικά ασφαλείς υπολογισμούς, ότι μέχρι το 2019 οι φορολογούμενοι είχαν επιβαρυνθεί σε μεν τρέχουσες τιμές με το ποσό των 3.62 δις. Ευρώ, σε δε σταθερές τιμές του 2015 με το ποσό των 5.77 δις. Ευρώ. Έκτοτε, η επιβάρυνση αυτή συνεχίζει να διευρύνεται αφού, για παράδειγμα, το 2020 η εταιρεία χρωστούσε α) περίπου 480 εκατ. Ευρώ σε ληξιπρόθεσμες οφειλές, κυρίως προς Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμούς (ΔΕΚΟ), β) παράνομες κρατικές ενισχύσεις ύψους 135,8 εκατ. Ευρώ, και γ) τα καθόλου ευκαταφρόνητα ποσά που το Ελληνικό δημόσιο συνεχίζει να καταβάλλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για όσο διάστημα οι παράνομες κρατικές επιδοτήσεις δεν ανακτώνται.

Συνεπώς, όταν στο μέλλον προοδευτικές και μη κυβερνήσεις αναλαμβάνουν δήθεν να «εξυγιάνουν και να αποδώσουν στον ανταγωνισμό αποτυγχάνουσες ιδιωτικές επιχειρήσεις», οι Έλληνες φορολογούμενοι θα πρέπει να γνωρίζουν ότι αργότερα η γρηγορότερα θα κληθούν να πληρώσουν το κόστος που συνεπάγεται αυτή η τεκμηριωμένα αποτυχημένη βιομηχανική πολιτική.

* Γεώργιος Μπήτρος, Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

* Κωνσταντίνος Σαραβάκος, Συντονιστής Ερευνών, ΚΕΝΤΡΟ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ (ΚΕΦιΜ) – Μάρκος Δραγούμης / Υποψήφιος Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Δείτε εδώ το ερευνητικό δοκίμιο.

Πηγή: ot.gr