«Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας» και συμφωνία των Πρεσπών… Του Άγγελου Συρίγου

351

Του Άγγελου Συρίγου*

Η πρόσφατη αναγνώριση στη Φλώρινα του σωματείου «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα», η άσκηση ενδίκων μέσων κατ’ αυτής και η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Φλώρινας, η οποία απορρίπτει τις προσφυγές και επικυρώνει την αναγνώριση του σωματείου, έχουν δημιουργήσει για μια ακόμη φορά πολλαπλές παρεξηγήσεις στη χώρα. Δεν σκοπεύουμε να σχολιάσουμε τη δικαστική απόφαση, αλλά να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις για την επαρκή κατανόηση του θέματος.

Η αναγνώριση ενός σωματείου που επιθυμεί να προωθήσει τη γλώσσα της Βόρειας Μακεδονίας ως «μακεδονική γλώσσα» έχει προσβάλει σημαντικό τμήμα του ελληνικού λαού. Στην προκειμένη περίπτωση η χρήση του επιθέτου «μακεδονική» δεν αφορά στην Ελλάδα ή στους Ελληνες ή στον ελληνικό πολιτισμό, αλλά σε μια γλώσσα που δεν είναι ελληνική. Οι Ελληνες Μακεδόνες βλέπουν μέσα στο ίδιο το κράτος τους τον όρο «μακεδονικό» (σκέτο) να ανήκει σε κάποιον άλλο. Προσβάλλεται δηλαδή το δικαίωμα των Ελλήνων Μακεδόνων να αυτοπροσδιορίζονται και αυτοί ως Μακεδόνες.

Στη δημόσια συζήτηση δημιουργείται η εντύπωση ότι πρόκειται για μια «τωρινή» εξέλιξη. Λησμονείται ότι αυτή οφείλεται αποκλειστικά στη σύναψη το 2018 και στην επικύρωση το 2019 της συμφωνίας των Πρεσπών. Η συμφωνία στο άρθρο 1 παρ. 3γ ορίζει ρητά ότι «Η επίσημη γλώσσα του Δεύτερου Μέρους [δηλ. της Βόρειας Μακεδονίας] θα είναι η “μακεδονική γλώσσα”». Η γλώσσα δεν αναφέρεται ως «σλαβομακεδονική» ή «βορειομακεδονική» έστω, για να ταυτίζεται με το όνομα του γειτονικού μας κράτους. Επομένως, η Ελλάδα ρητά, με τη συμφωνία των Πρεσπών (δηλαδή με μια διεθνή συνθήκη που, βάσει του Συντάγματος, υπερισχύει των ελληνικών τυπικών νόμων και δεν μπορεί να αναιρεθεί από αυτούς), αποδέχθηκε το 2018, αρχές του 2019, ύπαρξη μιας τέτοιας «μακεδονικής γλώσσας».

Επιπλέον, με το άρθρο 7 της συμφωνίας των Πρεσπών η Ελλάδα αναγνωρίζει ως θεμιτή (και αναλαμβάνει την υποχρέωση να ανέχεται) τη χρήση του όρου «μακεδονικός» –με την έννοια του μη ελληνικού– από έναν άλλο λαό. Δεν είναι μόνον η γλώσσα. Η συμφωνία των Πρεσπών άλλαξε (ορθά) το όνομα της τότε πΓΔΜ, αλλά επέτρεψε –με τις προβλέψεις της αλλά και με την ατελή αναθεώρηση του Συντάγματος της Βόρειας Μακεδονίας– να χρησιμοποιείται ο όρος «μακεδονικός» χωρίς επιθετικό προσδιορισμό για τον λαό και την έννοια του έθνους στο γειτονικό κράτος. Δεν έθεσε επαρκή εμπόδια στη μονοπωλιακή χρήση του όρου «Μακεδονία» και «μακεδονικός/ή/ό» από τη Βόρεια Μακεδονία.

Πέραν αυτού του θεμελιώδους λάθους, με τη συμφωνία των Πρεσπών η Ελλάδα διέπραξε και ένα άλλο μεγάλο λάθος. Πήρε θέση, ως μη ώφειλε, σε ένα θέμα που αφορά σε σημαντικά εθνικά συμφέροντα άλλου γειτονικού κράτους, της Βουλγαρίας. Η τελευταία θεωρεί το θέμα της γλώσσας υπαρξιακής σημασίας για την ίδια.

Αυτά τα δεδομένα έχουν ρητά και δημόσια επισημανθεί από τις ημέρες ήδη της συνάψεως της συμφωνίας των Πρεσπών και της κυρώσεώς της από τη Βουλή. Και έχουν επισημανθεί όχι μόνον από τους τότε πολιτικούς δρώντες, αλλά και από τους συγγραφείς αυτού του άρθρου. Στις 19 Ιουλίου 2018, δηλαδή ένα μήνα μετά την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών, συνεκλήθη στο υπουργείο Εξωτερικών ημερίδα με τη συμμετοχή πολλών ειδικών. Εκεί, οι δύο συγγραφείς του παρόντος άρθρου (αρκετές φορές, διακοπτόμενοι, πρέπει να πούμε) τονίσαμε ότι με τις προβλέψεις της συμφωνίας θα δημιουργηθεί εσωτερικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Eλληνες πολίτες θα ζητήσουν την αναγνώριση μιας εταιρείας μελέτης της «εθνικής μακεδονικής γλώσσας», πλήττοντας το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των περίπου τριών εκατομμυρίων Ελλήνων Μακεδόνων. Είχε λεχθεί από εμάς τότε ότι αυτό είναι δηλητηριώδες σε μια κοινωνία (οι παρεμβάσεις είναι διαθέσιμες στο Διαδίκτυο και στην ιστοσελίδα του υπουργείου των Εξωτερικών).

Η συμφωνία, από τη στιγμή που επικυρώθηκε, δεν μπορεί να αλλάξει. Για την εφαρμογή της, όμως, η Ελλάδα καλείται να κινηθεί σοβαρά και συστηματικά.

Αλλά και στις αρχές του 2019, λίγο πριν από την κύρωση από τη Βουλή της συμφωνίας των Πρεσπών, στο βιβλίο μας «Η συμφωνία των Πρεσπών και το Μακεδονικό», είχαμε διατυπώσει και πάλι αυτήν ακριβώς τη θέση, τονίζοντας αυτό που έλεγαν και πολιτικές δυνάμεις τότε, ότι δηλαδή μετά την επικύρωση της συμφωνίας δεν υπήρχε τρόπος απεμπλοκής από αυτήν: θα δέσμευε τη χώρα, ανεξαρτήτως μελλοντικών κυβερνήσεων. Με τις ρυθμίσεις περί γλώσσας, θα είναι δυνατή η χρήση του όρου «μακεδονικός», μέσα στο ελληνικό κράτος, για να δηλώσει κάτι το μη ελληνικό. Είχαμε επίσης προειδοποιήσει ότι κάτι τέτοιο ήγειρε τον κίνδυνο ενός εθνικιστικού ξεσπάσματος μέσα στην ίδια την Ελλάδα.

Δεν αμφιβάλλουμε ότι στη χώρα μας υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που καλόπιστα θεώρησαν ότι η συμφωνία των Πρεσπών ήταν μια απολύτως θετική εξέλιξη. Τους σεβόμαστε, αν και διαφωνούμε. Ωστόσο, αμφιβάλλουμε εάν καλόπιστοι μεν, αλλά σε γενικές γραμμές ανενημέρωτοι για τις δυναμικές του Μακεδονικού συμπολίτες αποτιμούν με ακρίβεια τις προοπτικές. Εχει και άλλες «παγίδες» αυτή η συμφωνία: δεν τελειώνουν εδώ. Και το μακεδονικό ζήτημα δεν εξελίσσεται βραχυπρόθεσμα με βάση τον πολιτικό κύκλο: κινείται στη μακρά διάρκεια, με όρους δεκαετιών. Η συμφωνία, από τη στιγμή που επικυρώθηκε, δεν μπορεί να αλλάξει. Για την εφαρμογή της, όμως, η Ελλάδα καλείται να κινηθεί σοβαρά και συστηματικά, χωρίς ψευδαισθήσεις.

*Ο κ. Άγγελος Συρίγος είναι αν. καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, βουλευτής Ν.Δ. στην Α΄ Αθηνών, υφυπουργός Παιδείας.

Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής ΕΚΠΑ, γενικός γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.