Του Κώστα Χριστίδη*
Η επιβλητική νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές της 21ης Μαΐου 2023 δείχνει ότι ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας ωρίμασε πολιτικά. Απέρριψε τις αβάσιμες κατηγορίες ότι οι πολλαπλές, εξωγενείς κατά κανόνα, κρίσεις (υγειονομική, ενεργειακή, πληθωριστική) δήθεν “φέρουν την υπογραφή Μητσοτάκη” και εκτίμησε, μεταξύ άλλων, την προσπάθεια στήριξης ευάλωτων ομάδων της κοινωνίας, ιδίως σε περιόδους κρίσεων. Από την άλλη πλευρά, διατυπώθηκαν κατηγορίες ότι δόθηκαν πολυάριθμα επιδόματα, το κράτος μετατρέπεται σε “κράτος-πατερούλη”, το δημόσιο χρέος σε απόλυτο αριθμό αυξήθηκε και τα τοιαύτα. Εν προκειμένω πρέπει να αναλογισθούμε την σχέση μεταξύ πολιτικής και οικονομίας. Η οικονομία επηρεάζεται από εξωγενείς παράγοντες (exogenous factors), όπως ακριβώς και η γεωργία επηρεάζεται από τις καιρικές συνθήκες, τις οποίες οι γεωργοί δεν επιτρέπεται να αγνοούν. Η πολιτική είναι ένας τέτοιος, αναπόφευκτος εξωγενής παράγων, ο οποίος είναι επιθυμητό να ελαχιστοποιείται αλλά σε κάθε περίπτωση δεν δύναται να αγνοηθεί. Επιπλέον, η πολιτική, αντίθετα με την οικονομία, είναι παίγνιο μηδενικού αθροίσματος : 300 έδρες θα κατανεμηθούν με κάποιο τρόπο, οτιδήποτε και αν επιλέξει ένας μεμονωμένος ψηφοφόρος.
Την 21η Μαΐου το εκλογικό σώμα επιβράβευσε τη συνέπεια, τη μεθοδικότητα και την διαχειριστική ικανότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη και της κυβέρνησής του. Φαίνεται πλέον ότι μετά τις νέες εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023 η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να οδεύει με σταθερότητα προς την ουσιαστική και όχι την ψευδεπίγραφη πρόοδο. Για να συμβεί αυτό, όμως, πρέπει, από το τρίπτυχο προεκλογικό σύνθημα “Σταθερά, Τολμηρά, Μπροστά”, η έμφαση πλέον να πέσει στο “Τολμηρά”, στην ανάγκη υλοποίησης γενναίων μεταρρυθμίσεων και ρήξεων με το παρελθόν, ώστε να απαλλαγεί η χώρα από τις παθογένειες δεκαετιών.
1. Ίσως η σπουδαιότερη από πλευράς βαρύτητας και σημασίας μεταρρύθμιση να είναι μία συνταγματική αναθεώρηση, η οποία, βεβαίως, θα ολοκληρωθεί στη διάρκεια δύο βουλών, της επόμενης και της μεθεπόμενης, αναλόγως και των πολιτικών συσχετισμών που θα διαμορφωθούν. Η αναθεώρηση δεν πρέπει να περιορισθεί στην κραυγαλέα ανάγκη μεταβολής του άρθρου 16 του Συντάγματος, ώστε να επιτραπεί η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, αλλά να περιλάβει ρυθμίσεις που θα αποβλέπουν στην αναβάθμιση του πολιτικού συστήματος, τον περιορισμό του περιβόητου πολιτικού κόστους και την καταπολέμηση του πελατειακού κράτους (σε συνδυασμό με την ψήφιση νέου εκλογικού νόμου που θα προβλέπει, μεταξύ άλλων, κατάργηση του σταυρού προτίμησης). Θα πρέπει επίσης να θεσπισθούν συνταγματικοί κανόνες δημοσιονομικής φύσεως και ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου.
2. Ριζική τομή στο φορολογικό σύστημα με την καθιέρωση ενιαίου φορολογικού συντελεστή (flat–tax rate) 15% ή 17% για όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως πηγής εισοδήματος, και θέσπιση του αυτού συντελεστή ΦΠΑ, με εξαίρεση για ολίγα είδη πρώτης ανάγκης, όπου θα ισχύει χαμηλότερος συντελεστής. Επίσης, μεταφορά του ΕΝΦΙΑ στους Δήμους με ταυτόχρονη κατάργηση της επιδότησής τους από την κεντρική κυβέρνηση.
3. Καταπολέμηση της γραφειοκρατίας με επανεξέταση κάθε μίας κρατικής αρμοδιότητας (σήμερα υπερβαίνουν τις 23.000 !) και κατάργηση πολλών από αυτές. Το τεκμήριο αρμοδιότητας πρέπει να λειτουργεί υπέρ του ιδιωτικού τομέα.
4. Καθιέρωση συστήματος αξιολόγησης για όλους τους δημοσίους υπαλλήλους, με διαφανείς διαδικασίες, αντικειμενικά κριτήρια για κάθε θέση και συγκεκριμένη στοχοθεσία σε ετήσια βάση, η οποία θα συμφωνείται κατόπιν συνεργασίας μεταξύ αξιολογητή και αξιολογούμενου. Αλλαγή εκ βάθρων του συνδικαλιστικού νόμου.
Βεβαίως, εμβληματικές, όπως οι προαναφερθείσες, μεταρρυθμίσεις ενέχουν υψηλό βαθμό δυσκολίας στην υλοποίησή τους, γι’ αυτό οι μεταρρυθμιστές ηγέτες πάντοτε ριψοκινδυνεύουν. Είναι όμως πρόθυμοι να αναλάβουν τον κίνδυνο επειδή αναγνωρίζουν ότι κόστος υπάρχει και στο να μην ξεκινήσουν αυτό που θέλουν να κάνουν. Πάντοτε υπάρχουν ρίσκα και κόστη σε ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, αλλά κατά κανόνα είναι μικρότερα από αυτά μίας εκ πρώτης όψεως βολικής απραξίας. Πλήρη επιβεβαίωση περί τούτου μας έδωσαν η ματαίωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης Γιαννίτση και η “ήπια προσαρμογή” των κυβερνήσεων Κώστα Καραμανλή.
Σήμερα δεν υπάρχουν περιθώρια για απώλεια χρόνου. Η νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη με ισχυρή, ως φαίνεται, νομιμοποίηση, θα πρέπει να προχωρήσει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις με τόλμη, στοχοπροσήλωση και αίσθηση του επείγοντος.
*Ο Κώστας Χριστίδης είναι νομικός- οικονομολόγος