Η ανταγωνιστικότητα δεν αρκεί… Των Δημήτρη Α. Ιωάννου – Χρήστο Α. Ιωάννου

413

Των Δημήτρη Α. Ιωάννου – Χρήστο Α. Ιωάννου*

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2022 οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα αυξήθηκαν, σε τρέχουσες τιμές, κατά 23,3%, και σε σταθερές τιμές κατά 7%. Αντίστοιχα οι εισαγωγές χωρίς καύσιμα αυξήθηκαν σε τρέχουσες τιμές κατά 23,6%, ενώ σε σταθερές τιμές κατά 15,5%. Αυτό σημαίνει ότι οι όροι εμπορίου με τους οποίους η χώρα ανταλλάσσει με το εξωτερικό βελτιώθηκαν κατά το 2022 σε σχέση με τα προηγούμενα έτη.

Βελτιώθηκαν διότι, όπως δείχνουν οι πιο πάνω αριθμοί, η Ελλάδα εισέπραξε το ίδιο επιπλέον ποσοστό από εξαγωγές με όσο παραπάνω ποσοστό κατέβαλε για εισαγωγές (σχεδόν 23,5% και στις δύο περιπτώσεις), παρά το ότι εξήγαγε λιγότερο, επιπλέον, πραγματικό προϊόν (7% περισσότερο από το 2021) από όσο εισήγαγε (15,5% περισσότερο από το 2021). Για να το πούμε αλλιώς, πούλησε πιό ακριβά τις εξαγωγές της το συγκεκριμένο έτος από όσο αγόρασε τις εισαγωγές της. Αντάλλαξε δηλαδή λιγότερες εξαγωγές με περισσότερες εισαγωγές πράγμα που είναι ο ορισμός της βελτίωσης των όρων εμπορίου, δηλαδή της καλύτερης εκδοχής βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας.

Το γεγονός αυτό, δηλαδή η βελτίωση των όρων εξωτερικού εμπορίου και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας κατά το 2022, δημιουργεί, εκ πρώτης όψεως, δύο ερωτηματικά. Πρώτο ερωτηματικό είναι το που οφείλεται μία τέτοια βελτίωση, εν μέσω, μάλιστα, υψηλού πληθωρισμού. Η πρώτη εξήγηση που τείνει να δώσει κανείς στο ερώτημα είναι πως η βελτίωση οφείλεται στον ευνοϊκό διαφορικό πληθωρισμό, δηλαδή στο ότι η Ελλάδα είχε χαμηλότερο πληθωρισμό από τους βασικούς εμπορικούς εταίρους της και αυτό βελτίωσε τους όρους εμπορίου μαζί τους.

Πλην όμως, τα στατιστικά δεδομένα δείχνουν πως δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Από τους 15 μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της χώρας, που απορρόφησαν το 67% των εξαγωγών αγαθών το 2022, μόνο οι έξι παρουσίασαν υψηλότερο πληθωρισμό από τον ελληνικό. Αυτοί, μάλιστα, (με εξαίρεση την Βουλγαρία και την Τουρκία), δεν ήταν από τους μεγαλύτερους προορισμούς: από τα 36,8 δισεκατομμύρια αγαθών που αγοράσθηκαν από τις 15 αυτές χώρες, μόνο αγαθά αξίας 13 δισεκατομμυρίων κατευθύνθηκαν σε χώρες με υψηλότερο πληθωρισμό από τον ελληνικό. Δηλαδή, το «επίτευγμα» των εξαγωγών για το 2022, ως επί το πλείστον επετεύχθη με αύξηση της πρόσβασης των ελληνικών αγαθών σε χώρες με χαμηλότερο μέσο όρο πληθωρισμού από τον ελληνικό!

Συνεπώς, είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε πως αυτό που συνέβη είναι μία (έστω και περιορισμένη, αλλά, πάντως, πραγματική) εγγενής αναβάθμιση της παραγωγικής δυνατότητας της χώρας, και μάλιστα, (εφ’ όσον οι τιμές των εξαγωγών δεν μειώθηκαν), συνέβη μέσω της καλύτερης δυνατής διαδικασίας με την οποία μπορεί να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα, δηλαδή όχι με το να γίνουν τα προϊόντα πιο φθηνά αλλά, αντιθέτως, να γίνουν πιό “δελεαστικά” για τον δυνητικό αγοραστή, ωθώντας τον να τα αγοράσει σε υψηλότερη τιμή!

Το δεύτερο ερώτημα που προκύπτει, λοιπόν, είναι γιατί, αφού υπήρξε βελτίωση των όρων εμπορίου για το 2022, αυτό δεν μεταφράστηκε σε βελτίωση των εξωτερικών ισοζυγίων. Τόσο το ισοζύγιο αγαθών όσο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αντί να βελτιωθούν, σαν συνέπεια της βελτίωσης των όρων εξωτερικού εμπορίου, επιδεινώθηκαν και τα δύο, με αύξηση του ελλείμματός τους.

Και σε αυτό, όμως, δεν υπάρχει κάτι ακατανόητο. Το εξωτερικό ισοζύγιο της χώρας δεν καθορίζεται μόνο από τους όρους εμπορίου και από την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, κυριότερος από τους οποίους είναι η λεγόμενη absorbtion δηλαδή η συνολική δαπάνη στην οικονομία. H συνολική δαπάνη, λοιπόν, όπως ξέρουμε, το 2022 ήταν πολύ αυξημένη λόγω των μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων-ειδικά εκείνου του 2021 που δημιούργησε, σε μεγάλο βαθμό, το διαθέσιμο εισόδημα του επόμενου έτους.

Όσο και αν υπάρχουν διάφορες απόψεις που έχοντας μείνει στον οικονομολογικό Μεσαίωνα, επιμένουν ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα είναι μηχανισμοί που τροφοδοτούν διαδικασίες δυναμικής ανάπτυξης για τον ελληνική οικονομία, το γεγονός που αποδεικνύεται για πολλοστή φορά είναι πως, στην πραγματική ελληνική οικονομία, τα δημοσιονομικά ελλείμματα μεταφράζονται ταχέως, και σχεδόν εξ ολοκλήρου, σε εξωτερικά ελλείμματα, τόσο στο εμπορικό ισοζύγιο όσο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό γινόταν στο παρελθόν και αυτό συνεχίζει να γίνεται και σήμερα.

Πράγμα που σημαίνει πως η ανάπτυξη της οικονομίας και η βελτίωση της διάρθρωσης της δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν μόνο μέσω μίας “στενής” προσπάθειας για αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Για να μπορεί αυτή η δυναμική να έχει συνέχεια και σταθερότητα στον χρόνο, απαιτείται μία πολύπλευρη περιεκτική πολιτική. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα στην πραγματικότητα είναι ένα είδος αρνητικής αποταμίευσης. Την στιγμή, όμως, που απαιτείται δραματική αύξηση των επενδύσεων για να δημιουργηθεί η σύγχρονη παραγωγική βάση που, μέσω της συνεχούς βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, θα δώσει τη δυνατότητα στην οικονομία να αναπτυχθεί, η αποταμίευση στην χώρα πρέπει να είναι θετική και δαψιλής.

Ο βασικός όρος για την αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι η δημοσιονομική ισορροπία και σταθερότητα. Διαφορετικά οι όποιες επί μέρους βελτιώσεις της ανταγωνιστικότητας θα είναι πρόσκαιρες και δεν θα έχουν διάρκεια, διότι θα ακυρώνονται, ως προς τα αναπτυξιακά τους αποτελέσματα από τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής ανισορροπίας. (Όσο αναπόφευκτη και αν ήταν αυτή, την τριετία 2020-2022 εξ αιτίας της πανδημίας-τα μεγάλα εξωτερικά ,ελλείμματα όμως μάλλον δείχνουν πως ήταν περισσότερο του δέοντος “γενναιόδωρη”, και προεκλογική). Η εξαγωγική ανταγωνιστική προσπάθεια του παραγωγικού τομέα της οικονομίας, και ο μετασχηματισμός της σε πραγματική παραγωγική οικονομία του 21ου αιώνα, θα είναι σισύφειος αγώνας εάν δεν συνοδεύεται από συστηματική δημοσιονομική πολιτική ισορροπίας και πρωτογενών πλεονασμάτων.

* Ο Δημήτρης Α. Ιωάννου και ο Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγοι

Πηγή: ot.gr