Εξόρυξη, γεωπολιτική και περιβάλλον… Του Κωνσταντίνου Γιαζιτζόγλου

425

Του Κωνσταντίνου Γιαζιτζόγλου*

Η γεωπολιτική σημασία των πρώτων υλών δεν είναι κάτι καινούργιο ή άγνωστο. Η ίδια η ΕΕ ιδρύθηκε λόγω της ανάγκης για διασφάλιση επάρκειας των δύο κύριων πόρων της εποχής, του άνθρακα και του χάλυβα. Το θέμα επανήλθε στις αρχές του 21 ου αιώνα και  ήδη από το 2008, κάποιες φωνές οδήγησαν στην πρώτη πρωτοβουλία της Ευρώπης για την διασφάλιση επάρκειας σε ορισμένα  ορυκτά. Δυστυχώς μέχρι σήμερα  κανένα ουσιαστικό θεσμικό ή οικονομικό μέτρο δεν πάρθηκε για την ανάπτυξη της εξορυκτικής δραστηριότητας. Αντίθετα, οι συνεχείς αυστηροποιήσεις του κανονιστικού πλαισίου μείωσαν την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής, αποθαρρύνοντας ενδεχομένως κάποιους επενδυτές.

Την ίδια στιγμή, οι πολιτικές για το περιβάλλον, την ψηφιοποίηση  και γενικότερα την ανάπτυξη, προδιαγράφουν εκτόξευση της ζήτησης συγκεκριμένων ορυκτών και μάλιστα σε πολύ σύντομους χρόνους. Μπαταρίες, ηλεκτροκινητήρες, τηλέφωνα, υπολογιστές απαιτούν συνεχώς μεγαλύτερες ποσότητες – αλλά και ιδιαίτερες ποιότητες – πρώτων υλών. Αυτό, πέραν όλων των άλλων, θα οδηγήσει και σε εκτόξευση των τιμών, αφού πρόκειται για είδη με τιμές που ορίζονται σε ελεύθερες αγορές βάσει προσφοράς και ζήτησης. Οι συνέπειες,  τόσο οικονομικές, όσο και, κατ επέκταση, γεωπολιτικές θα είναι τουλάχιστον απρόβλεπτες.

Σε αυτό το περιβάλλον, η Ελληνική εξορυκτική βιομηχανία, βρίσκεται καθηλωμένη, λόγω της επικράτησης του στερεότυπου ότι «η εξόρυξη καταστρέφει το περιβάλλον και άρα αν την σταματήσουμε γλυτώνουμε αυτή την καταστροφή» .  Επι  χρόνια, κάποιοι άφησαν να εδραιωθεί στο μυαλό των πολιτών η πεποίθηση ότι  εάν η εξόρυξη – και γενικότερα κάθε βιομηχανική παραγωγή- γίνεται κάπου μακριά από  την χώρα μας, ώστε να μην  την βλέπουμε, δεν μας αφορούν οι επιπτώσεις της.

Είναι δεδομένο ότι η ΕΕ έχει το αυστηρότερο θεσμικό πλαίσιο για την προστασία του περιβάλλοντος. Αυτό σημαίνει ότι εξορύσσοντας μια α ύλη στην Ευρώπη, δημιουργούμε τη μικρότερη δυνατή περιβαλλοντική επιβάρυνση. Συνεπώς, όταν «αποθαρρύνουμε» τη δραστηριότητα εντός ΕΕ, αυτή θα συμβεί σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου, πιθανότατα με  μεγαλύτερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Αποτύπωμα το οποίο θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο, λόγω του ότι τα υλικά θα πρέπει να μεταφερθούν σε μεγαλύτερες αποστάσεις. Για παράδειγμα, αν η χώρα μας αποφασίσει να κλείσει τα λατομία της και να εισάγει τα αδρανή υλικά που χρειάζεται από μια όμορη χώρα, το πρόσθετο μεταφορικό έργο θα επιβαρύνει την ατμοσφαιρική ρύπανση με πάνω από 700’000 τόνους αερίων του θερμοκηπίου σε ετήσια βάση.

Η Ελλάδα διαθέτει σημαντικά ορυκτά. Τουλάχιστον δέκα από τις χαρακτηρισμένες από την ΕΕ κρίσιμες και στρατηγικές α ύλες είτε εξορύσσονται είτε θα μπορούσαν να εξορυχθούν, ενώ για άλλες εννέα υπάρχουν ενδείξεις που απαιτούν περαιτέρω γεωλογική έρευνα. Πέρα από αυτές, υπάρχουν σημαντικά κοιτάσματα βιομηχανικών ορυκτών και μαρμάρων, ενώ δεν έχουμε δικαίωμα να αγνοούμε και τα ταπεινά μεν αλλά κρίσιμα για την ανάπτυξη αδρανή υλικά. Δεδομένων των αυστηρότατων όρων με τους οποίους λειτουργούν οι Ελληνικές εξορυκτικές επιχειρήσεις, η εξόρυξη γίνεται με την ελάχιστη δυνατή επίπτωση στο περιβάλλον.  Προς απόδειξη, ο κλάδος έχει υιοθετήσει αρχές βιώσιμης ανάπτυξης και δημοσιεύει τους σχετικούς δείκτες εδώ και χρόνια, πολύ πριν το θέμα έρθει στο προσκήνιο.

Το συνεχώς μεταβαλλόμενο κανονιστικό πλαίσιο, πέραν της μείωσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, έχει σοβαρή επίπτωση και στην δυνατότητα της δημόσιας διοίκησης να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες υποχρεώσεις της. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ποσοτικό – αύξηση των παραμέτρων που πρέπει να παρακολουθούνται – αλλά και ποιοτικό, καθώς πλέον παρατηρούνται σοβαρές ατέλειες, ειδικά σε τεχνικά νομοθετήματα. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν σοβαρότατες καθυστερήσεις στις διαδικασίες αδειοδότησης και προβλήματα στην ερμηνεία των διατάξεων. Αυτό αποθαρρύνει τους εν δυνάμει επενδυτές. Ο ΣΜΕ έχει τονίσει επανειλημμένα ότι ο αδειοδοτικός και ελεγκτικός μηχανισμός του κράτους υστερεί σημαντικά σε έμψυχο δυναμικό και υλικοτεχνική υποδομή .

Από τα παραπάνω προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι  η καθυστέρηση της ανάπτυξης της εξορυκτικής δραστηριότητας στη χώρα μας, πέραν των οικονομικών και γεωπολιτικών απωλειών, προκαλεί και σημαντικότατη ζημιά στο περιβάλλον. Με άλλα λόγια, η εγχώρια εξόρυξη όχι μόνον δεν καταστρέφει το περιβάλλον , αλλά το προστατεύει, συγκρινόμενη με οποιαδήποτε εφικτή εναλλακτική λύση.

*Πρόεδρος Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων

Πηγή: sme.gr