Του Γιώργου Πρεβελάκη*
Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ως σήμερα, το όραμα για «εξευρωπαϊσμένη» ή «εκσυγχρονισμένη» Ελλάδα εμπνέει επάλληλες γενεές πολιτικών και διανοουμένων. Ενίοτε, θαρραλέοι πολιτικοί ηγέτες συγκροτούν μεταρρυθμιστικά πολιτικά κινήματα τα οποία διορθώνουν τα κληροδοτημένα κακώς κείμενα και αποτρέπουν καταστροφές. Σταδιακά, όμως, έπειτα από κλυδωνισμούς και παλινδρομήσεις, εγκαθίστανται κόπωση, απογοήτευση και, τελικά, κυνισμός. Στην κορυφή της εξουσίας αναπτύσσονται παρακμιακά φαινόμενα. Επιβεβαιώνεται, έτσι, η θεωρία γύρω από την ειδική «ελληνική πραγματικότητα». Η εντροπία του ριζωμένου συστήματος απορροφά την ενέργεια των ιδεαλιστών – όπως οι σεφερικές «γάτες του Αη Νικόλα», που εμποτίζονταν με δηλητήριο, όταν προσπαθούσαν να εξοντώσουν τα φίδια. Υστερα ααπό χρόνια, έρχεται μια καινούργια ενεργητική γενεά, με την πεποίθηση ότι θα αποφύγει τις παγίδες. Ο Σίσυφος ξαναρχίζει την ανάβαση.
Είναι αλήθεια ότι οι κύκλοι αυτοί, στην ανοδική τους φάση, αφήνουν σημαντικές επιτυχίες. Ομως, σε σχέση με τις τεράστιες δυνατότητες της χώρας μας και τη δυναμική της Διασποράς, το συνολικό αποτέλεσμα φαίνεται πενιχρό. Το όραμα για εξευρωπαϊσμό μοιάζει οπτασία, σαν τα «μαρασμικά ψευδαισθήματα» των ταξιδιωτών στην έρημο. Τεχνικά έργα, καταναλωτικές εκρήξεις, ακόμη και διπλωματικές επιτυχίες δεν αναπληρώνουν την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, την αποδιοργάνωση της παιδείας, την ασθενή παραγωγική βάση, τις κοινωνικές ανισότητες, τον συντηρητισμό των εργασιακών σχέσεων, τη μετανάστευση των δυναμικών στελεχών, την αργόσυρτη δικαιοσύνη, την καταρρέουσα δημόσια διοίκηση, την ελλειμματική αυτοδιοίκηση και το δημογραφικό/μεταναστευτικό ζήτημα.
Υπάρχει ένα αδιάγνωστο βαθύ πρόβλημα, με ανεπαρκείς απαντήσεις. Ποιο; Γιατί; Φταίνε οι πολιτικοί; Οι ψηφοφόροι; Οι «ολιγάρχες»; Ή, μήπως, οι ξένες επιδράσεις, η «εξάρτηση»; Οι παράγοντες αυτοί, εσωτερικοί και εξωτερικοί, εντάσσονται σε ένα αλληλοεπηρεαζόμενο δίκτυο, η διαμόρφωση του οποίου ανάγεται σε βαθύτερα αίτια. Είναι «υπερκαθορισμένοι».
Η Ελλάδα υποτροπιάζει, χωρίς διάγνωση. Εφαρμόζονται, όμως, θεραπείες σαν να γνωρίζαμε την πηγή των προβλημάτων. Προέρχονται από μια ξεπερασμένη θεώρηση· ότι δηλαδή οι κοινωνίες οι οποίες προήλθαν από τη διάλυση των αυτοκρατοριών θα ακολουθήσουν μια γραμμική πορεία για να προσαρμοστούν σε ένα υποθετικό «δυτικό μοντέλο». Αρκεί, επομένως, να εισαχθούν «βέλτιστες πρακτικές» για να επιταχυνθεί η πορεία. Ακραία μορφή της θεώρησης αυτής, η αμερικανική θεωρία του Nation Building είχε τα γνωστά αποτέλεσματα – μεταξύ άλλων, στη Μέση Ανατολή.
Κάθε κοινωνία έχει πολιτισμικές ιδιομορφίες. Η γεωγραφική θέση τής προσδίδει ειδικά χαρακτηριστικά και επηρεάζει τις σχέσεις της με τους γείτονες και με τις κυρίαρχες δυνάμεις. Η αφελής συνοπτική ιδεολογία του «εκσυγχρονισμού» δεν μπορεί, επομένως, να επιτύχει. Αποτυγχάνει στην Ελλάδα, όπως απέτυχε σε όλες τις χώρες όπου επιχειρήθηκε. Συχνά αντικαθίσταται από σχήματα τα οποία επινοούνται επί τόπου – επί παραδείγματι, στη γειτονική Τουρκία, ανάμεσα στον εκσυγχρονιστή Κεμάλ και τον ισλαμιστή Ερντογάν.
Χρειάζεται διάγνωση, πριν επιχειρηθεί η θεραπεία-έξοδος από το σύνδρομο του Σισύφου. Θεωρητικά δεν είναι δύσκολη. Πολλοί διανοητές, ιστορικοί και άλλοι, έχουν προτείνει στοιχεία τα οποία, δυνάμει, οδηγούν σε ένα συνεκτικό αφήγημα. Ομως, το πανεπιστημιακό και ερευνητικό περιβάλλον δεν συνδράμει τον συνθετικό διάλογο. Επίσης, αποθαρρύνει η απουσία ουσιαστικής ελευθερίας του λόγου στη δημόσια σφαίρα.
Δεν είναι τυχαίες οι συνθήκες αυτές. Η διαδικασία της διάγνωσης, δηλαδή της αυτογνωσίας, είναι κοινωνικά και πολιτικά επώδυνη. Μπορούν να την αντέξουν πληθυσμοί με νωπές ακόμη μνήμες από ήττες, ξεριζωμούς, δικτατορίες και εμφυλίους; Μπορούμε στα Βαλκάνια να σκεφτούμε με νηφαλιότητα ποιοι είμαστε – ιδιαίτερα αν ο εθνικός μας εγωισμός έχει καταστεί υπερμεγέθης, λόγω του, συχνά ιδιοτελούς, δυτικού φιλελληνισμού; Μπορούμε να δεχθούμε αλλαγή συνηθειών, την οποία θα συνεπαγόταν η αυτογνωσία;
«Αν παίρναμε να λέμε φωναχτά τις αλήθειες, η κοινωνία δεν θα βαστούσε μια στιγμή· θα γκρεμιζόταν από την κορφή ώς τον πάτο με τρομακτικό πάταγο, σαν τις υπόγειες στοές των ορυχείων ή κείνες τις επικίνδυνες σήραγγες των βουνών, όπου δεν πρέπει, καθώς λένε, να υψώνεις την φωνή»*.
Κινούμαστε, λοιπόν, χωρίς διάγνωση. Κατά καιρούς αναθαρρούμε· μετά διαπιστώνουμε ότι «η Ιστορία επαναλαμβάνεται». Εντούτοις, δεν προχωρούμε στις αναγκαίες αναθεωρήσεις. Ταξιδεύουμε ανέμελα, με τις καθησυχαστικές παρωπίδες της δυτικής προστασίας, προς έναν κόσμο ο οποίος προοιωνίζεται κλιματικές καταστροφές, πληθυσμιακούς ανασχηματισμούς και τεκτονικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
*Saint-Beuve, παράθεμα στο «Σχόλιο στην Κεφαλή της Μέδουσας» του Π. Πρεβελάκη
*Ο Γιώργος Πρεβελάκης είναι συγγραφέας των: Ποιοι είμαστε; Γεωπολιτική της ελληνικής ταυτότητας, Economia, Αθήνα, 2016 και Τα ξύλινα τείχη. Γεωπολιτική των ελληνικών δικτύων, Economia, Αθήνα, 2020
Πηγή: kathimerini.gr