Του Θεοδόση Μπουντουράκη
Η πρόσφατη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας απετέλεσε αφορμή πανηγυρισμών για την Ελλάδα. Εκ πρώτης όψεως σωστά διότι η χώρα μας επανέρχεται στη χορεία των ελκυστικών επενδυτικών προορισμών και ξεφεύγει από την κατηγορία των επενδυτικών σκουπιδιών, (junk), στην οποία είχε καταντήσει τα τελευταία χρόνια.
Το ελληνικό χρηματιστήριο καλπάζει, τα ελληνικά ομόλογα γίνονται περιζήτητα και οι πολιτικές δηλώσεις αποπνέουν αέρα θριάμβου και αισιοδοξίας.
Καλά είναι όλα αυτά, αλλά αποτελούν κατά τη γνώμη μου την κορυφή του παγόβουνου, μία κορυφή που είναι μεν ορατή αλλά κρύβει από κάτω έναν τεράστιο και προβληματικό όγκο θεμάτων τα οποία επιπολαίως βολεύει να παραβλέπουμε. Το σημαντικότερο λοιπόν θέμα το οποίον αυτάρεσκα αποσιωπούμε είναι το τεράστιο ύψος του ελληνικού δημοσίου χρέους το οποίον αισίως ανέρχεται στα 355 δισ. ή στο 170% του ΑΕΠ. Αν στο δημόσιο χρέος προσθέσουμε και το ιδιωτικό και μάλιστα μόνο το ληξιπρόθεσμο (κόκκινο) μέρος αυτού, δηλ. το ληξιπρόθεσμο χρέος ιδιωτών προς τράπεζες Δημόσιο και διάφορα funds, το οποίον εκτιμάται γύρω στα 260 δισ. τότε τα νούμερα καθίστανται εφιαλτικά. Και όλα αυτά αφού είχε προηγηθεί το 2012 η μεγαλύτερη διαγραφή χρέους στην Ιστορία.
Βέβαια το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι ως γνωστόν ρυθμισμένο μέχρι το 2032, και μέχρι τότε το ελληνικό Δημόσιο πρέπει να πληρώνει μόνο τους τόκους, και μάλιστα με ένα πολύ ευνοϊκό επιτόκιο της τάξεως του 1%, και όχι τις δόσεις αποπληρωμής κεφαλαίου. Οπότε μέχρι τότε μπορούμε να στήσουμε ένα ωραίο καταναλωτικό και επιδοματικό party και γαία πυρί μειχθήτω!
Από την άλλη, η πρωτοφανής παγκόσμια ρευστότητα η οποία προέκυψε από τις αλλεπάλληλες μειώσεις επιτοκίων των Κεντρικών Τραπεζών, και από την ακατάσχετη επιδοματική πολιτική όλων των χωρών λόγω της πανδημίας, διοχετεύεται στις αγορές και στην κατανάλωση, με αποτέλεσμα τα χρηματιστήρια να οργιάζουν, τα ακίνητα να έχουν εκτοξευθεί στα ουράνια και ο πληθωρισμός να καλπάζει. Κατόπιν αυτού οι Κεντρικές Τράπεζες ξεκίνησαν μία ταχύτατη και βίαιη αύξηση των επιτοκίων με σκοπό να φρενάρουν την καταναλωτική και επενδυτική φρενίτιδα.
Εν τω μεταξύ όμως το παγκόσμιο χρέος έφτασε στο 300% του παγκοσμίου ΑΕΠ, οι δε ΗΠΑ μόνες τους έχουν δημόσιο χρέος ύψους 34 τρισ. δολ. ή 120% του ΑΕΠ.
Αυτά είναι ιστορικώς ιλιγγιώδη νούμερα τα οποία αυξήθηκαν σε αυτά τα επίπεδα απότομα τα τελευταία 2-3 χρόνια. Επειδή ακριβώς αυτή η υπερβάλλουσα ρευστότητα είναι αποτέλεσμα ανεξέλεγκτου και απότομου δανεισμού είναι και πολύ «νευρική», μπορεί δηλ. να αλλάζει προορισμό μαζικά και γρήγορα. Η αύξηση των αποτιμήσεων μετοχών και ακινήτων είναι πλασματική, καθότι προέρχεται από δανεικά χρήματα, η δε παγκόσμια ζήτηση είναι συγκυριακή και έτσι αυξήθηκε αντίστοιχα και η ζήτηση των ελληνικών εξαγωγών και του ελληνικού τουρισμού. Αποτέλεσμα είναι το party να μεταφέρεται και εντός Ελλάδος, οι τιμές να εκτοξεύονται και η αισχροκέρδεια να οργιάζει.
Το μεγάλο ζητούμενο είναι πώς θα διατηρηθεί η σταθερότης του συστήματος, τα πράγματα να αποθερμανθούν αργά και σταθερά και να μη σκάσει απότομα η φούσκα.
Είναι αυτό που ονομάζεται soft landing, δηλ. προσγείωση της οικονομίας και των χρηματιστηρίων κατά ομαλό και ελεγχόμενο τρόπο. Όμως με τα τόσα δυσοίωνα που συμβαίνουν διεθνώς, τις διεθνείς εντάσεις και τις επερχόμενες προβληματικές εκλογές στις ΗΠΑ, το απρόοπτο παραμονεύει και μπορεί να είναι οτιδήποτε. Από κάτι σημαντικό μέχρι κάτι ασήμαντο. Όσο πιο ασταθές είναι το σύστημα τόσο και τα πιο ασήμαντα μπορούν να το πανικοβάλλουν. Η δε απληστία αμέσως μετατρέπεται σε φόβο και υστερία. Και φυσικά οι πρώτοι που θα πληγούν, και μάλιστα βιαιότερα, θα είναι οι υπερχρεωμένοι.
Επανερχόμενος λοιπόν στα καθ’ ημάς, λογικό είναι σήμερα να γιορτάζουμε και να πανηγυρίζουμε την επενδυτική βαθμίδα, αλλά ας θυμόμαστε ότι ένα μικρό αεράκι μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε τυφώνα και να μας πάρει και να μας σηκώσει.
Αλλά έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Η ζωή κινείται σε κύκλους, η πτώση πάντα διαδέχεται την άνοδο, η δε αισιοδοξία μετατρέπεται σε πανικό και δώσ’ του πάλι απ’ την αρχή.
Δυστυχώς, η μνήμη είναι κοντή η δε απληστία μεγάλη και μας οδηγεί πάντα να ξεχνάμε.
Πηγή: newmoney.gr