Η μεγάλη διέξοδος της ελληνικής οικονομίας σε Ανατολή και Νότο… Του Γιώργου Παπανικολάου

399

Του Γιώργου Παπανικολάου

Μιλώντας με ισχυρούς παίκτες της ελληνικής τραπεζικής και επιχειρηματικής σκηνής, εύκολα διαπιστώνει κάποιος τον πεσιμισμό που επικρατεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό για τις οικονομικές προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα επόμενα χρόνια.

Ο Ευάγγελος Μυτιληναίoς πρόσφατα αποτύπωσε την κατάσταση με δύο φράσεις. Η Ευρώπη έχασε τη φθηνή ενέργεια από τη Ρωσία και τώρα κινδυνεύει να χάσει τη δωρεάν ασφάλεια που προσέφεραν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Θα προσθέσουμε και μία ακόμη διάσταση. Ότι κινδυνεύει να χάσει και τον καλύτερο «πελάτη» της, την Κίνα, εξαιτίας κυρίως γεωπολιτικών παραγόντων.

Οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες, από τη Γερμανία έως τη Μεγάλη Βρετανία, βολοδέρνουν στα πρόθυρα της ύφεσης, εμφανίζοντας τάσεις αποβιομηχάνισης και μείωσης της ανταγωνιστικότητάς τους. Πρόσφατο θέμα του Bloomberg με τίτλο «Οι μέρες που η Γερμανία ήταν βιομηχανική υπερδύναμη φτάνουν στο τέλος τους» είναι ενδεικτικό για τις πιέσεις που δέχεται η «ατμομηχανή» της Ευρώπης.

Τα όσα συμβαίνουν, όμως, έχουν πολύ ευρύτερη επίπτωση σχεδόν στο σύνολο της Γηραιάς Ηπείρου, σε συνδυασμό και με το πολύ αυστηρό πλαίσιο πράσινης ανάπτυξης, που μόνη η Ευρώπη εφαρμόζει στα μέλη της, ανοίγοντας την πόρτα στους… ρυπογόνους ανταγωνιστές της. Όλα δείχνουν ότι οι επιπτώσεις θα συνεχίσουν να γίνονται ορατές, πιθανώς με πολύ μεγαλύτερη ένταση, στην αγοραστική δύναμη και την κατανάλωση του μέσου Ευρωπαίου.

Για τη γενιά των Ελλήνων επιχειρηματιών, που μεγάλωσαν με το όνειρο των εξαγωγών προς την ακμάζουσα και οικονομικά ισχυρή Ευρώπη, ίσως πρόκειται για σοκαριστική εξέλιξη. Η ουσία όμως είναι ότι δείχνει αναπόφευκτη και μακροχρόνια.

Η μεγάλη ανατροπή συμβαίνει ήδη

Ενόσω οι ελληνικές εξαγωγές βιομηχανοποιημένων προϊόντων κατευθύνονται σε ποσοστό πάνω από 65% σε χώρες της ΕΕ και περίπου 80% συνολικά στην Ευρώπη (στοιχεία ΙΟΒΕ), η πυξίδα της διεθνούς ανάπτυξης ολοένα και περισσότερο μετακινείται προς άλλες κατευθύνσεις, σε περιοχές του λεγόμενου «Παγκόσμιου Νότου». Σχεδόν όλοι οι ειδικοί συμφωνούν σε αυτό, θεωρώντας το μάλιστα περίπου ως αναπόφευκτο.

Σε αυτή την πορεία μετάβασης, η μικρή οικονομία της Ελλάδας διαθέτει μια σειρά από συγκριτικά πλεονεκτήματα, τα οποία όμως δεν κατάφερε να αξιοποιήσει επαρκώς, την εποχή που η Κίνα άρχισε να μεταλλάσσεται από χώρα του «τρίτου κόσμου», πρώτα σε αναδυόμενη οικονομική δύναμη και εν συνεχεία στη μόνη βιομηχανική υπερδύναμη του κόσμου.

Το ίδιο συνέβη και κατά την έναρξη μετάβασης των πλούσιων κρατών της Μέσης Ανατολής, από το αποκλειστικό μοντέλο της παραγωγής πετρελαίου, σε πιο σύνθετα οικονομικά και επιχειρηματικά μοντέλα. Ως παράδειγμα αυτής της αποτυχίας (που έχει και τη δικαιολογία της οικονομικής κρίσης που περάσαμε), θα αναφέρουμε απλώς ότι η διείσδυση ελληνικών βιομηχανικών προϊόντων στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, παρά τη γεωγραφική εγγύτητα, αντιπροσωπεύει ποσοστό κάτω του 5% των ομοειδών ελληνικών εξαγωγών (στοιχεία ΙΟΒΕ).

Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, όμως, εξακολουθούν να υπάρχουν, όπως και οι ευκαιρίες. Η τοποθεσία της χώρας μας στο νοτιοανατολικό άκρο της Ευρώπης, δίπλα στη Μέση Ανατολή, αλλά και στη μόνη ήπειρο που βρίσκεται ακόμη σε πολύ αρχικά στάδια ανάπτυξης, την Αφρική, δεν έχει αλλάξει. Η ευέλικτη επιχειρηματική κουλτούρα του Έλληνα, προϊόν όλης της μακρόχρονης ιστορίας του ελληνικού εμπορίου, δεν έχει πάψει να διαπερνά στελέχη και επιχειρηματίες, σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από άλλους δυτικούς.

Το ίδιο ισχύει και για το γεωπολιτικό ιστορικό της χώρας μας, που χάρη στην ανεκτικότητα και τη φιλειρηνικότητα, την πλούσια πολιτισμική παράδοση, εξακολουθεί να ανοίγει πόρτες.

Επιπλέον, η στιβαρότητα της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια, η προβολή των επιδόσεών της στα διεθνή ΜΜΕ ως case study επαναφοράς στην κανονικότητα και προσέλκυσης επενδυτικού ενδιαφέροντος, αποτελεί πρόσθετο, κι ελπίζουμε όχι συγκυριακό, πλεονέκτημα.

Το άνοιγμα προς την Ινδία με κυβερνητική υποστήριξη

Συνάπτοντας ήδη σημαντικές συμφωνίες που επιδιώκουν να καταστήσουν τη χώρα μας πύλη εισόδου αλλά και «κόμβο» διασύνδεσης της Ευρώπης με τις άλλες ηπείρους, η κυβέρνηση δείχνει ότι έχει κατανοήσει τις ευκαιρίες.

Ομοίως η επίσκεψη του πρωθυπουργού της Ινδίας Μόντι τον περασμένο Αύγουστο, όπως και η μετάβαση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, με ευρεία επιχειρηματική αποστολή, στο Νέο Δελχί, στη Βομβάη και στην Μπανγκαλόρ, την ερχόμενη εβδομάδα, υποδεικνύει κατανόηση της σημασίας που έχει αποκτήσει η πολυπληθέστερη πλέον χώρα του κόσμου (με πληθυσμό σχεδόν 1,43 δισ. ξεπέρασε ελαφρά την Κίνα) στο διεθνές οικονομικό και επιχειρηματικό σκηνικό.

Η Ινδία, εκτιμούν όλοι σχεδόν οι αναλυτές, είναι η επόμενη οικονομική υπερδύναμη. Ίσως είναι επίσης και ο βασικότερος παίκτης που, ακολουθώντας την παραδοσιακή πολιτική της ουδετερότητας, επωφελείται της γεωπολιτικής αναταραχής που έχει ξεσπάσει τα τελευταία δύο χρόνια. Ήδη βρίσκεται στην 5η θέση της παγκόσμιας κατάταξης σε όρους ονομαστικού ΑΕΠ, ενώ σε όρους Purchasing Power Parity κατέχει την τρίτη θέση, πίσω μόνο από την Κίνα και τις ΗΠΑ. Πέρυσι φέρεται να κατέγραψε αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 6%, κάτι που αναμένεται να επαναλάβει και τα επόμενα χρόνια.

Το ερώτημα είναι τι διείσδυση θα μπορέσει να αποκτήσει η χώρα μας σε αυτή την πορεία, πέρα από το συγκριτικά «εύκολο» θέμα του τουρισμού, κάτι που περισσότερο αφορά τους Έλληνες επιχειρηματίες και λιγότερο την κυβέρνηση. Το σίγουρο είναι ότι οι αμοιβαίες οικονομικές σχέσεις ξεκινούν σήμερα περίπου από το ναδίρ.

Η «ανεξερεύνητη» Αφρική και οι αναπτυξιακοί ρυθμοί της

Η εικόνα που επικρατεί, είναι ότι η Αφρική είναι μια ταραγμένη ήπειρος, με υπερβολική φτώχεια, υψηλή διαφθορά, μεγάλη συχνότητα πραξικοπημάτων και φαινομένων ισλαμικής τρομοκρατίας. Και δεν είναι λανθασμένη. Τουναντίον θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι η Αφρική έχει μεταβληθεί σε πεδίο ενίοτε βίαιου ανταγωνισμού, στο οποίο συγκρούονται συμφέροντα των ΗΠΑ (και δευτερευόντως κάποιων ευρωπαϊκών κρατών, όπως η Γαλλία), με αυτά της Κίνας και της Ρωσίας. Ο λόγος είναι απλός. Η Αφρική είναι το επόμενο «Ελντοράντο» του καπιταλισμού.

Όμως, μέσα στην ταραγμένη «Μαύρη Ηπειρο», υπάρχουν χώρες που καταγράφουν υψηλά ποσοστά ανάπτυξης, (από 5% έως 9% ετησίως το 2023) και εκτιμάται ότι θα τα επαναλάβουν και το τρέχον έτος. Ανάμεσά τους το Κονγκό, η Αιθιοπία, η Σενεγάλη, η Ουγκάντα και η Τανζανία. Οι δύο πρώτες με πληθυσμό πάνω από 100 εκατομμύρια ανθρώπους.

Πού βρίσκεται η διείσδυση ελληνικών βιομηχανοποιημένων προϊόντων στην Υποσαχάρια Αφρική, ίσως ρωτήσετε. Στην περιοχή του… 0,5%, ελαφρώς κάτω και από το ποσοστό εξαγωγών μας προς τη πολύ μακρινή Νότιο Αμερική.

Όπως συνέβαινε και στο παρελθόν, πριν δεκαετίες, κάποιοι «σκαπανείς» της ελληνικής επιχειρηματικότητας κινούνται ήδη σε ορισμένα κράτη της ηπείρου (ακόμη και στον χώρο της πληροφορικής), ωστόσο, αρκετοί εξ αυτών σχεδόν… ντρέπονται να το πουν, επηρεασμένοι από την ευρεία αντίληψη για την Αφρική. Φυσιολογικό ίσως για μια χώρα η οικονομία της οποίας πάσχισε επί χρόνια να ανταποκριθεί στα υψηλά επιχειρηματικά στάνταρ της Ευρώπης, να μπει στις αγορές της και να το επιδεικνύει ως ένδειξη prestige.

Όταν όμως η κύρια εξαγωγική αγορά, η Ευρώπη, χαρακτηρίζεται από φαινόμενα στασιμότητας, από τα οποία δύσκολα θα ξεφύγουν οι παρεμπίπτουσες οικονομικές σχέσεις, χρειάζεται προσαρμογή πορείας και αντιλήψεων.

Είναι βέβαιο ότι αρκετοί ειδήμονες έχουν σειρά επιχειρημάτων για να δικαιολογήσουν τη σημερινή εικόνα. Τα αυξημένα ρίσκα των νέων αγορών, το μικρό μέγεθος και την περιορισμένη γεωπολιτική επιρροή της Ελλάδας, τις ευκολίες που προσφέρει η ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή αγορά, από πλευράς θεσμικής και οργανωτικής, το καθαρό «δυτικό» μοντέλο με το οποίο συνάπτονται και εκτελούνται οι συμφωνίες.

Τα δεδομένα και οι τάσεις όμως δείχνουν πως η αναζήτηση διεξόδων προς Ανατολή και Νότο μοιάζει μονόδρομος, παρά τα ρίσκα και τα κόστη που συνεπάγεται. Πολλά θα κριθούν από το πόσο γρήγορα και οργανωμένα θα κινηθούν η κυβέρνηση και ο επιχειρηματικός κόσμος.

Πηγή: euro2day.gr