Εξισωτισμός προς τα κάτω… Του Κώστα Χριστίδη

336

Του Κώστα Χριστίδη*

Δύο πάμφτωχοι χωρικοί καλλιεργούν στα γειτονικά μικρά χωραφάκια τους τόσα όσα τους φθάνουν στοιχειωδώς για να ταΐσουν τις οικογένειές τους. Η μόνη διαφορά μεταξύ τους είναι ότι ο δεύτερος έχει και μία κοκαλιάρικη κατσίκα. Ο πρώτος εύχεται “να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα”, πράγμα που μία μέρα συνέβη, ίσως λόγω … ασιτίας. Μετά το γεγονός αυτό, από μίαν άποψη, η ισότητα μεταξύ των δύο χωρικών είναι πλέον μεγαλύτερη, πλην όμως κανείς τους δεν είναι ωφελημένος, απλά ο πρώτος ικανοποίησε (για πόσο διάστημα 😉 τον φθόνο του.

Ποιό, όμως, είναι το πραγματικά απαράδεκτο χαρακτηριστικό στην παραπάνω περίπτωση, η ανισότητα ή η μεγάλη φτώχεια ; Εάν, ουσιαστικά και ηθικά, είναι το δεύτερο, το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι : πώς μπορεί να καταπολεμηθεί η φτώχεια και να παραχθεί πλούτος που θα βελτιώσει θεαματικά τη ζωή των δύο πρωταγωνιστών της ιστορίας, των μελών των οικογενειών τους, της μικρής αλλά και της ευρύτερης κοινωνίας στην οποία ζουν;

Ας μη συγχέουμε, επομένως, την έννοια της ανισότητας με τη φτώχεια : ο πλούτος δεν είναι μία αμετάβλητη ποσότητα, όπως το κουφάρι μίας αγελάδας που πρέπει να χωρισθεί σε μερίδια σαν παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπου αν κάποιος πάρει μεγαλύτερο κομμάτι, κάποιος άλλος πρέπει αναγκαστικά να πάρει μικρότερο. Η σύγχυση αυτή με τη σειρά της οδηγεί στην πλάνη ότι αν κάποιοι άνθρωποι πλουτίζουν, θα πρέπει να έχουν κλέψει το αυξημένο μερτικό τους από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Αυτό, όμως, δεν ισχύει, για παράδειγμα, ούτε στην περίπτωση της Τζένης Ρόουλινγκ, βαθύπλουτης συγγραφέως του “Χάρι Πότερ”, ούτε του Γιάννη Αντετοκούμπο, φανταστικού καλαθοσφαιριστή, ούτε του Μπιλ Γκέιτς, ιδρυτή της Microsoft. Τόσον αυτοί οι τρεις όσο και πάρα πολλοί άλλοι “αύξησαν την ανισότητα” προσφέροντας, ωστόσο, κάτι πολύ θετικό στους ανθρώπους : βιβλία, θέαμα, τεράστια βελτίωση της λειτουργίας εκατομμυρίων επιχειρήσεων και διευκόλυνση της ζωής δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Και (ευτυχώς) ο πλούτος τους δεν δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα των αποφάσεων κάποιας επιτροπής, αλλά ως παράπλευρη συνέπεια των εθελοντικών αποφάσεων πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων (του αόρατου χεριού της αγοράς, που τόσο αγαπούν να χλευάζουν πολλοί διανοούμενοι της αριστεράς).

Μία δεύτερη συναφής σύγχυση είναι αυτή που συνδέει την ανισότητα με την αδικία. Πολλές ψυχολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι κάποιοι άνθρωποι, μαζί και τα μικρά παιδιά, προτιμούν να μοιράζονται εξίσου τα κέρδη από λαχεία, έστω και αν όλοι καταλήγουν τελικά με λιγότερα στο σύνολο. Αντιθέτως, περισσότεροι αποδέχονται ή και προτιμούν μίαν άνιση κατανομή, τόσο μεταξύ συναδέλφων τους στους τόπους δουλειάς όσο και μεταξύ συμπολιτών στη χώρα τους, αρκεί να έχουν την αίσθηση ότι αυτή είναι δίκαιη, ότι τα πριμ πηγαίνουν σε όσους δουλεύουν πιο σκληρά, σε όσους βοηθούν περισσότερο, ότι δηλαδή η διαφοροποίηση εδράζεται σε μίαν αξιοκρατική βάση. Είναι ακριβώς αυτό το ψυχολογικό υπόβαθρο που δίνει την ευκαιρία σε λαϊκιστές πολιτικούς να προσπαθούν να “ψαρέψουν σε θολά νερά”, υψώνοντας το δάχτυλο για να δείξουν μικρούς ή μεγάλους “ζαβολιάρηδες” που παίρνουν περισσότερα από το “δίκαιο” μερίδιό τους : μετανάστες, επιδοματούχους, τραπεζίτες, σουπερμάρκετ, κλπ.

Η σύγχυση, λοιπόν, μεταξύ ανισότητας και φτώχειας αφενός και ανισότητας και αδικίας αφετέρου οδηγεί τους ιδεοληπτικούς εξισωτιστές να πιστεύουν ότι η αριστεία, η αξιοκρατία, η διάκριση, η επιτυχία πρέπει να αντιμετωπίζονται ως γενεσιουργοί παράγοντες ανισοτήτων, διαχωρισμού σε ευφυείς και ανόητους, πλούσιους και φτωχούς, διακεκριμένους και μέτριους ή υστερούντες. Θα πρέπει, συνεπώς, σε κάθε τομέα και ιδιαίτερα στην παιδεία, να μην υπάρχουν πρότυπα, βαθμολογήσεις, αξιολογήσεις και τα συναφή. Εξ ου και η αναγνώριση “αιώνιων φοιτητών”, η κατάργηση των βάσεων εισαγωγής στα πανεπιστήμια, ο αποκλεισμός, σε κάθε άλλης μορφής ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα πλην των κρατικών, της δυνατότητας να δοκιμάσουν και να επιδείξουν καλύτερα αποτελέσματα.

Ο ισοπεδωτικός οίστρος, όμως, δεν περιορίζεται στο χώρο της παιδείας. Διαχέεται σε ολόκληρη την κοινωνία και την οικονομία, οδηγώντας παντού σε προκρούστειες τακτικές. Έτσι, κάθε επιχειρηματική προσπάθεια που σημειώνει μεγάλη επιτυχία και επιφέρει εντυπωσιακή αύξηση των στοιχείων του ενεργητικού, του κύκλου εργασιών και των κερδών αντιμετωπίζεται με καχυποψία, αν όχι με φθόνο. Συνιστά δυνητικό κίνδυνο που πρέπει να αντιμετωπισθεί “καταλλήλως”, δηλαδή με υπέρμετρη φορολογία, γραφειοκρατία και κοινωνική απαξίωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εχθρική προσέγγιση αφορά όχι μόνο τις μεγάλες επιχειρήσεις αλλά και τους ιδιαίτερα επιτυχημένους ελεύθερους επαγγελματίες, με επιστημονικό χαρακτήρα ή μη, που χαρακτηρίζονται απαξιωτικά ως “μεγαλογιατροί”, “μεγαλοδικηγόροι”, “μεγαλοπαράγοντες” γενικώς.

Το μόνο πράγμα του οποίου η μεγέθυνση δεν τρομάζει όσους διακατέχονται από τις αντιλήψεις αυτές είναι το κράτος και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας. Εκεί οι εξισωτιστές δεν διαβλέπουν κάποιο κίνδυνο, εάν μάλιστα μπορούσαν να διορίσουν τους πάντες στο Δημόσιο, θα το έπρατταν ευχαρίστως. Αλλά και εκεί η έννοια της αριστείας είναι εξοβελιστέα. Για να μην δημιουργηθεί κίνδυνος διακρίσεων, απαγορεύουν τις διαδικασίες αξιολόγησης ή, όταν παραπλανητικά τις εφαρμόζουν, άπαντες βαθμολογούνται με “άριστα”, έτσι ώστε και πάλιν οι πάντες να εξισώνονται !

Η άρνηση της αριστείας και κατ’ επέκταση της αξιοκρατίας μπορεί να οδηγεί σε αναδιανομή εισοδημάτων και πλούτου υπέρ των νέων προνομιούχων, όπως είναι οι πάσης φύσεως σιτιζόμενοι από το κρατικό πρυτανείο, όχι όμως σε μεγαλύτερη δικαιοσύνη ή ισότητα ευκαιριών. Αντιθέτως, συνιστά καταφανώς άδικη συμπεριφορά, αντιμάχεται κάθε κοινωνική και οικονομική πρόοδο και επιφέρει ένα θλιβερό εξισωτισμό προς τα κάτω.

*Νομικός – Οικονομολόγος