Οι Παρακαταθήκες του 1821 και η Σύγχρονη Ελλάδα… Του Γιώργου Αλογοσκούφη

343

Του Γιώργου Αλογοσκούφη

Το πρώτο ελληνικό κράτος, αποτέλεσμα του αγώνα της ανεξαρτησίας που ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου 1821, δημιουργήθηκε το 1828 και αναγνωρίστηκε διεθνώς το 1830. Σε σχέση με αυτό, η σημερινή Ελλάδα καταλαμβάνει μία τριπλάσια σχεδόν έκταση, έχει αυξήσει τον πληθυσμό της κατά 15 σχεδόν φορές και το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων της έχει αυξηθεί κατά άλλες 15 φορές.

Η διαδικασία αυτή δεν ήταν ούτε αυτονόητη, ούτε αυτόματη, ούτε γραμμική, ούτε εύκολη. Υπήρξαν περίοδοι μεγάλης προόδου και περίοδοι οπισθοχώρησης, εξωτερικές και εμφύλιες συγκρούσεις, ακόμη και μεγάλων εθνικές, πολιτικές και οικονομικές κρίσεις.

Ωστόσο, σε όλη της διάρκεια της ιστορικής πορείας της νεότερης Ελλάδας υπήρξαν κάποιοι κρίσιμοι παράγοντες που με τις αλληλεπιδράσεις τους καθόρισαν τις εξελίξεις. Πολλοί από τους παράγοντες αυτούς έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους πριν και κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας και χαρακτηρίζουν την ιστορική μας πορεία των τελευταίων δύο αιώνων. Αποτελούν κατά κάποιο τρόπο τις παρακαταθήκες του 1821 και σε αυτές θα ήθελα να αναφερθώ με την ευκαιρία της εθνικής μας επετείου.

Οι παρακαταθήκες του 1821 είναι ιδεολογικές, είναι κοινωνικές, είναι θεσμικές, είναι πολιτικές και είναι και οικονομικές. Οι αλληλεπιδράσεις τους στη διάρκεια των τελευταίων δύο αιώνων υπήρξαν καθοριστικές για την εξέλιξη του κράτους, της κοινωνίας και της οικονομίας της Ελλάδας.

1. Η Εθνική Συνείδηση, οι Ιδέες του Διαφωτισμού και η ‘Μεγάλη Ιδέα’

Η πιο στέρεα ιδεολογική βάση του αγώνα της ανεξαρτησίας ήταν η ευρύτερη συνειδητοποίησή των υπόδουλων Ελλήνων ότι ανήκαν σε ένα κοινό γένος, στη βάση της κοινής τους γλώσσας, της κοινής τους θρησκείας και της κοινής τους παράδοσης. Αυτό είναι που καθόρισε την προετοιμασία του αγώνα της ανεξαρτησίας και, μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, την υιοθέτηση της ‘μεγάλης ιδέας’ και την προσπάθεια υλοποίησής της. Η ‘μεγάλη ιδέα’ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από την προσπάθεια ενσωμάτωσης στο ελληνικό κράτος και των Ελλήνων που κατοικούσαν σε περιοχές που δεν είχαν απελευθερωθεί και μετά το 1830 παρέμεναν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Ωστόσο αυτό δεν ήταν το μόνο ιδεολογικό στοιχείο με βάση το οποίο οι υπόδουλοι Έλληνες πολέμησαν για την ανεξαρτησία τους. Ένα δεύτερο στοιχείο, μια δεύτερη παρακαταθήκη του 1821, ήταν οι ιδέες του διαφωτισμού. Όπως η Αμερικανική και η Γαλλική επανάσταση κατά τον 18ο αιώνα, έτσι και η ελληνική επανάσταση του 1821 βασίστηκε στις ιδέες του διαφωτισμού: στα ατομικά δικαιώματα και την ατομική ελευθερία, στην κοινωνική ισότητα, στην πολιτική αντιπροσώπευση και στον ορθολογισμό. Οι επαναστατημένοι Έλληνες αξίωναν αλλαγές σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής δραστηριότητας, στους αυταρχικούς πολιτικούς θεσμούς, στην οικονομία, στην εκπαίδευση και στη θρησκεία. Τάσσονταν εναντίον της απολυταρχικής διακυβέρνησης από όπου και αν προερχόταν.

Κατά τον 18ο αιώνα, η διάδοση των ιδεών του διαφωτισμού τόσο στις ευημερούσες ελληνικές κοινότητες της διασποράς, όσο και στον ελλαδικό χώρο προς τον οποίο σταδιακά μεταδόθηκαν, συνέβαλε όχι μόνο στην αφύπνισή της εθνικής συνείδησης αλλά και στη σύνδεση της με την Αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο και, εμμέσως, με τη δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ, με βάση τις αρχές

της ατομικής ελευθερίας, της κοινωνικής ισότητας και της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Ο συγκερασμός της εθνικής συνείδησης με τις ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού ήταν κεντρικό στοιχείο του ιδεολογικού υποβάθρου του αγώνα της ανεξαρτησίας αλλά και των μετέπειτα επιδιώξεων του ελληνικού κράτους.

Εκτός από τα εθνικά, δημοκρατικά και συνταγματικά ιδανικά, μία σημαντική ιδεολογική κινητήρια δύναμη του ελληνικού κράτους κατά τον 19ο αιώνα ήταν η σύνδεσή του με το αρχαίο και βυζαντινό παρελθόν των Ελλήνων. Αυτή η σύνδεση είχε αποτελέσει, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, τη βάση του ελληνικού εθνικισμού, και αποτελεί και σήμερα τη βάση της συνοχής του ελληνικού κράτους.

Η ‘μεγάλη ιδέα’ ήταν φυσική συνέπεια της εθνικής μας συνείδησης. Η επιδίωξή της υπήρξε η κύρια κινητήρια δύναμη του ελληνικού κράτους κατά τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ου αιώνα. Φάνηκε δε να παίρνει σάρκα και οστά με τους Βαλκανικούς θριάμβους του 1912-1913. Ουσιαστικά, το τέλος της ήρθε με τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922, αλλά εν τω μεταξύ μεγάλο μέρος της, είχε, έστω και ατελώς, υλοποιηθεί. Μετά τη Σύμβαση της Λοζάνης του 1923 και την ενσωμάτωση των προσφύγων, το ελληνικό κράτος συμπεριέλαβε για πρώτη φορά στην διευρυμένη επικράτειά του το σύνολο σχεδόν των ελληνικών πληθυσμών που πριν τη Μικρασιατική εκστρατεία κατοικούσε σε περιοχές ελεγχόμενες από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Έτσι δημιουργήθηκε η σύγχρονη Ελλάδα. Η δε Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε καταρρεύσει δίνοντας τη θέση της στη σύγχρονη Τουρκία.ξηθεί κατά άλλες 15 φορές.

2. Τα Συντάγματα και το Κοινοβουλευτικό Σύστημα

Η εθνική συνείδηση και οι ιδέες του διαφωτισμού έπαιξαν σημαντικό ρόλο όχι μόνο για την προετοιμασία της επανάστασης του 1821 αλλά και για την πολιτική οργάνωση των Ελλήνων κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας. Τα πρώτα τοπικά πολιτικά καθεστώτα ιδρύθηκαν ήδη από τις αρχές του αγώνα. Βασίζονταν στις αρχές πολιτικής αυτοδιάθεσης και ατομικής ελευθερίας, για τις οποίες οι Έλληνες επαναστάτες είχαν πάρει τα όπλα. Το ίδιο συνέβη και με την υιοθέτηση του πρώτου ελληνικού συντάγματος από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822 που μετεξελίχθηκε στο ‘Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδας’ στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας του 1827. Αυτά συνέβαλαν καθοριστικά στην καθιέρωση της συνταγματικής προστασίας των πολιτικών και οικονομικών ελευθεριών ως το θεμελιώδες και απαραίτητο κριτήριο πολιτικής νομιμοποίησης μεταξύ των Ελλήνων.

Τα Συντάγματα και η αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση αποτελούν μία δεύτερη σημαντική παρακαταθήκη του 1821 που μας παρακολουθεί στην ιστορική μας πορεία έως σήμερα.

Παρόλο που το Σύνταγμα του 1827 τέθηκε σε αναστολή από τον Καποδίστρια, και παρόλο που η Μοναρχία του Όθωνα ήταν ένα απολυταρχικό καθεστώς, οι δημοκρατικές ιδέες και η συνταγματική εγγύηση των πολιτικών ελευθεριών δεν άργησαν να κάνουν ξανά την εμφάνισή τους. Επανεμφανίστηκαν μετά την ‘επανάσταση’ της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και την υιοθέτηση του Συντάγματος του 1844, ενισχύθηκαν με τη μετάβαση στη Βασιλευομένη Δημοκρατία και το Σύνταγμα του 1864, και ενισχύθηκαν ακόμη παραπάνω με την αναγνώριση της αρχής της δεδηλωμένης από τον Γεώργιο Α΄ το 1875. Τα συνταγματικά και δημοκρατικά ιδανικά υπήρξαν έκτοτε καθοριστικά για την πολιτική οργάνωση του ελληνικού κράτους, παρά τις προσωρινές εκτροπές που συνέβησαν κατά καιρούς. Σήμερα δε βιώνουμε την πιο ώριμη ίσως δημοκρατική περίοδο της ιστορίας μας, μετά την μεταπολίτευση του 1974 και την υιοθέτηση του Συντάγματος του 1975.

3. Οι Εμφύλιες Έριδες και Συγκρούσεις

Μια τρίτη παρακαταθήκη του 1821 ήταν οι εμφύλιες συγκρούσεις. Αυτή είναι ίσως η πιο δυσάρεστη παρακαταθήκη του. Οι εμφύλιες συγκρούσεις εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του ίδιου του αγώνα της ανεξαρτησίας, το 1824 και το 1825, και είχαν τόσο πολιτικό όσο και ιδεολογικό υπόβαθρο.

Τα πολιτικό υπόβαθρό τους ήταν η επιδίωξη του ελέγχου και της νομής της κρατικής εξουσίας. Το ιδεολογικό ήταν η σύγκρουση των ιδεών του διαφωτισμού και του αυταρχισμού.

Παρότι κυρίαρχες, οι ιδέες του διαφωτισμού, οι οποίες είχαν εισαχθεί στην Ελλάδα μέσω της ελληνικής διασποράς, ήρθαν σε αναπόφευκτη σύγκρουση με την ιδεολογία και τα συμφέροντα των προεστών της Οθωμανικής περιόδου, των πολεμιστών της Εθνικής Ανεξαρτησίας και των καραβοκύρηδων της Ύδρας και των Σπετσών. Η ιδεολογία τους βασιζόταν περισσότερο στην προάσπιση και ενίσχυση των προνομίων, των εξουσιών και του πλούτου που είχαν συσωρρεύσει στα πλαίσια του αυταρχικού οθωμανικού καθεστώτος αλλά και στα πρώτα στάδια του αγώνα της ανεξαρτησίας. Η σύγκρουση μεγάλων ιδεολογικών και κοινωνικών ρευμάτων, τα οποία και ασπάζονταν και διαφορετικά κοινωνικά στρώματα στην Ελλάδα, έπαιξε μεγάλο ρόλο τόσο στις συγκρούσεις που άρχισαν να εκδηλώνονται ήδη κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας αλλά σε πολλές άλλες περιπτώσεις στα χρόνια που ακολούθησαν: Στον εθνικό διχασμό της περιόδου μετά το 1915, στον εμφύλιο πόλεμο της περιόδου 1944-1949, στον κοινωνικό αποκλεισμό των οπαδών της αριστεράς μεταξύ 1950 και 1974. Αυτή είναι μια δυσάρεστη παρακαταθήκη που για ένα διάστημα μετά τη μεταπολίτευση του 1974 δείξαμε να αφήνουμε πίσω μας. Ωστόσο, η σύγκρουση αυτή εξακολουθεί να υποφώσκει. Οι πολιτικές συγκρούσεις είναι θεμιτές και κατανοητές σε μία πλουραλιστική κοινωνία όπως η ελληνική, αλλά καλό είναι να λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια του Συντάγματος και των νόμων, και να μην οδηγούμαστε σε ακρότητες.

4. Περιορισμένοι Πόροι και Οικονομικοί Θεσμοί

Για την αποτελεσματική λειτουργία της οικονομίας ήταν επιτακτική ανάγκη να υπάρξει προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, καθώς και να εισαχθούν φορολογικοί, νομισματικοί, χρηματοοικονομικοί και άλλοι οικονομικοί θεσμοί που θα διευκόλυναν την παραγωγή και ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών και τη χρηματοδότηση των απαραίτητων επενδύσεων.

Αναφορικά με την οικονομία, η κινητήρια δύναμη των επιλογών των οικονομικών θεσμών και της οικονομικής πολιτικής ήταν αρχικά οι επικρατούσες κατά τον 19ο αιώνα φιλελεύθερες ιδέες για τον οικονομικό και κοινωνικό ρόλο του κράτους. Ωστόσο, με δεδομένη την οθωμανική κληρονομιά και την ανάγκη για δημιουργία αποτελεσματικών κρατικών θεσμών σχεδόν από το μηδέν, ο ρόλος του κράτους στην οικονομία υπήρξε κάθε άλλο παρά παθητικός στην περίπτωση της Ελλάδας.

Τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο η υιοθέτηση των κατάλληλων θεσμών βασίστηκε σε πολιτικές πρωτοβουλίες που συνάντησαν όμως μεγάλες δυσκολίες και προκλήσεις. Για πολλά δε χρόνια, η ελληνική οικονομία χαρακτηριζόταν από ένα κρίσιμο δυϊσμό, μεταξύ των ορεινών αγροτικών περιοχών και της υπόλοιπης χώρας. Η ορεινή αγροτική οικονομία παρέμενε μία αυτάρκης οικονομία, στην οποία ελάχιστα είχαν εισχωρήσει οι θεσμοί της αγοράς, σε αντίθεση με την εμπορευματική γεωργία στα πεδινά, τη ναυτιλία στα παράλια και το εμπόριο στα αστικά κέντρα, τα οποία βασίζονταν περισσότερο στις εσωτερικές και διεθνείς ανταλλαγές. Ο δυϊσμός αυτό παραμένει ακόμη και σήμερα μεταξύ των παραδοσιακών εσωστρεφών κλάδων και των κλάδων που είναι προσανατολισμένοι στη σύγχρονη τεχνολογία και στις διεθνείς αγορές.

5. Η Επιδίωξη της Ισοκατανομής του Πλούτου και η Κοινωνική Διάρθρωση

Οι κύριοι οικονομικοί πόροι του ελληνικού κράτους κατά της διάρκεια του πολέμου της ανεξαρτησίας, αλλά και μετά, ήταν οι ‘εθνικές γαίες’. Οι ‘εθνικές γαίες’, τα μεγάλα αγροκτήματα της Πελοποννήσου και μέρους της Στερεάς που απέκτησε το ελληνικό κράτος μετά την εκδίωξη των Οθωμανών που τα είχαν στην κατοχή τους, δεν διατέθηκαν ούτε στους προεστούς ούτε στους πολεμάρχους που τα εποφθαλμιούσαν. Έτσι, το πρώτο ελληνικό κράτος δεν δημιούργησε μία κυρίαρχη αριστοκρατία της γης. Το ελληνικό κράτος κράτησε αυτά τα εδάφη μέχρι το 1871, διαθέτοντάς τα έναντι ενοικίου στους αγρότες που τα καλλιεργούσαν. Αργότερα δε τους επέτρεψε να γίνουν κύριοι αυτών των εθνικών γαιών. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μία σχετική ισοκατανομή του εισοδήματος και του πλούτου.

Η πολιτική της αναδιανομής της γης υπέρ των μικροκαλλιεργητών, που συνεχίστηκε και στο πρώτο μέρος του 20ου αιώνα, μετά την επέκταση της ελληνικής επικράτειας στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία και τη Θράκη, συνέβαλε τόσο στην απουσία σημαντικών ταξικών συγκρούσεων, λόγω της σχετικής ισοκατανομής του εισοδήματος, αλλά και στην σχετικά ταχεία επικράτηση και εμβάθυνση των δημοκρατικών θεσμών. Μόνη μεγάλη εξαίρεση αποτέλεσαν οι ταξικές συγκρούσεις μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881.

Η επιδίωξη της ισοκατανομής του πλούτου και του εισοδήματος, η πέμπτη μεγάλη παρακαταθήκη του 1821, παρέμεινε στις προτεραιότητες του ελληνικού κράτους σε όλα τα χρόνια που ακολούθησαν, και υπήρξε καθοριστική για την κοινωνική διάρθρωση της χώρας.

6. Η Επιδίωξη Διεθνών Συμμαχιών

Εκτός από τις ιδέες, τους εγχώριους κοινωνικούς και οικονομικούς συσχετισμούς, και τους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς, κρίσιμο ρόλο στην εξέλιξη του ελληνικού κράτους και της οικονομίας του έπαιξαν τόσο οι γεωπολιτικές συγκυρίες όσο και ο διεθνής προσανατολισμός της χώρας προς την αναπτυγμένη Δύση. Αποτελεί και αυτό μία έκτη παρακαταθήκη του 1821. Η επιδίωξη διεθνών συμμαχιών στα πλαίσια του παγκόσμιου πολιτικού και οικονομικού στερεώματος.

Στις κρίσιμες φάσεις του αγώνα της ανεξαρτησίας οι Έλληνες στράφηκαν για βοήθεια στη Βρετανία, την κυρίαρχη δυτική μεγάλη δύναμη της περιόδου και στις άλλες μεγάλες δυνάμεις.

Οι γεωπολιτικές συγκυρίες, και ιδιαίτερα ο ρόλος των Προστάτιδων Δυνάμεων −Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας− και αργότερα ο ρόλος των ΗΠΑ και η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν καθοριστικές τόσο για τη δημιουργία όσο και για την ανάπτυξη του ελληνικού κράτους και της οικονομίας του. Καθοριστική ήταν επίσης και η ένταξη της χώρας στη διαδικασία της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, τόσο στην πρώτη φάση της, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, όσο και στη δεύτερη φάση της, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τελικά, η μεγαλύτερη παρακαταθήκη του 1821 είναι οι λέξεις ‘επανάσταση’ και ‘αγώνας’. Πρέπει να επαναστατήσουμε ενάντια στα κακώς κείμενα και στις αρνητικές συνήθειες του παρελθόντος και να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για τη βελτίωση της λειτουργίας και της αποτελεσματικότητας του κράτους και της οικονομίας μας.

Το ζητούμενο για τη σημερινή Ελλάδα είναι να βελτιώσει το επίπεδο ευημερίας που έχει επιτύχει, μέσω μεταρρυθμίσεων που θα προστατεύσουν τη δημοκρατία, θα βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα του κράτους και της οικονομίας, θα ενισχύσουν την κοινωνική δικαιοσύνη και θα πυροδοτήσουν μια νέα διαδικασία οικονομικής ανάπτυξης, θωρακίζοντας παράλληλα την ασφάλεια της χώρας και την συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

O Γιώργος Αλογοσκούφη είναι Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών. Το άρθρο αυτό βασίζεται στο βιβλίο του Ιστορικοί Κύκλοι της Ελληνικής Οικονομίας: Από το 1821 έως Σήμερα, Αθήνα, Εκδόσεις Gutenberg, 2021.

Πηγή: ot.gr