Του Ηρακλή Ρούπα*
Σε ένα διεθνές περιβάλλον που συνεχώς μεταλλάσσετε μέσα από τις κρίσεις, η έννοια του «εκδημοκρατισμού» των Κεντρικών Τραπεζών δεν σηματοδοτεί πολιτική διάσταση, αλλά τον σταδιακό και αναγκαίο μετασχηματισμό ως προς την αναδιάταξη του ρόλου χάραξης πολιτικών διευρυμένων προσεγγίσεων. Ίσως δεν είναι μακριά η χρόνος κατά τον οποίο οι Κεντρικές Τράπεζες θα κληθούν να διαδραματίσουν ρόλο-κλειδί στους τομείς της οικολογικής μετάβασης, της διαχείρισης δημοσίου χρέους και της εισαγωγής ενός νέου τύπου ψηφιακού νομίσματος.
Ο βαθμός που η νομισματική πολιτική αγγίζει τον πυρήνα της συλλογικής διάστασης μίας δημοκρατικής κοινωνίας, διαμορφώνει και τα επίπεδα ανεξάρτητης λειτουργίας των Κεντρικών Τραπεζών αλλά και τα όρια αποτελεσματικότητας ως προς την επίλυση οικονομικών αλλά και κοινωνικών προβλημάτων. Ήδη μετά από αρκετές δεκαετίες, φαίνεται πως ως η ΕΚΤ αρχίζει να θέτει βάσεις για την σταδιακή αποσύνδεση των κινήσεών της από την FED, αναφορικά με τον καθορισμό της πολιτικής επιτοκίων.
Ταυτόχρονα όμως, διαμορφώνεται η ανάγκη ανάδειξης της «ηθικής» διάστασης του νομισματικού συστήματος. Ειδικά σε μία Ευρώπη όπου η πολυμορφικότητα των οικονομιών της οποίας δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα προώθησης του αναγκαίου διευρυμένου ρόλου της ΕΚΤ. Το πρόγραμμα TLTRO (στοχευμένες πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης) της ΕΚΤ, αποτέλεσε την πρώτη στόχευση μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο προσανατολισμού των πιστώσεων από την Κεντρική Τράπεζα. Μία προσέγγιση που ενώ για τους λεγόμενους «φιλελεύθερους» αποτελεί ταμπού, είναι η πρώτη προσαρμογή προς την κατεύθυνση της κατευθυνόμενης χρηματοδότησης σε Πανευρωπαϊκή κλίμακα, ανάλογα με την στόχευση ως προς την επίλυση προβλημάτων και του αναπτυξιακού μετασχηματισμού.
Ίσως η ταυτόχρονη ανάδειξη των κρίσεων στην Μέση Ανατολή με τις συζητήσεις για την πολιτική επιτοκίων από την ΕΚΤ και το Fed να αποτελεί το έναυσμα για μία ευρύτερη συζήτηση ως προς τον νέο ρόλο των Κεντρικών Τραπεζών. Οι πρόσφατες δηλώσεις του πρώην Προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι για την ανάγκη παρεμβατικών πολιτικών στην ανάδειξη οικονομικών κλίμακας, την παροχή δημόσιων αγαθών και την παροχή βασικών πόρων και εισροών, αναδεικνύουν αυτήν ακριβώς την ανάγκη.
Άλλωστε, η διαχείριση της τελευταίας μεγάλης κρίσης χρέους από την Ε.Ε. και την ΕΚΤ ανάδειξε όχι μόνον παθογένειες και αδυναμίες άμεσου συντονισμού σε περίοδο κρίσεων, αλλά κυρίως το γεγονός ότι η ΕΚΤ σε αντίθεση με την Fed έχει άλλον ποιο σύνθετο ρόλο να επιτελέσει πέρα από την διαμόρφωση της πολιτικής επιτοκίων.
Μετά την περίοδο συνεχών αυξήσεων των επιτοκίων, έχουμε εισέλθει στην δυναμική της συζήτησης για την περίοδο έναρξης της σταδιακής μείωσης, καθώς και το εύρος αυτών των μειώσεων. Το γεγονός ότι η συζήτηση αυτή, μετά την νέα κρίση στην Μέση Ανατολή και τις πιθανές επιπτώσεις της, αρχίζει να λαμβάνει την οπτική γενικότερων αναλύσεων ως προς έναν νέο ρόλο των Κεντρικών τραπεζών, σηματοδοτεί την έστω και καθυστερημένη αποδοχή από τους κεντρικούς τραπεζίτες της ανάγκης επαναπροσδιορισμού της στόχευσης.
Ας μην διαφεύγει της προσοχής μας πως η διαμόρφωση νέων παγκόσμιων ισορροπιών δημιουργεί πεδία παρεμβάσεων πέρα από την θεωρητικά απλή προσέγγιση ελέγχου των πληθωριστικών πιέσεων. Άλλωστε, η νομισματική πολιτική οφείλει να περιορίζει την αβεβαιότητα και να στηρίζει τις υπόλοιπες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές με στόχο τον συντονισμό και όχι την υποκατάσταση.
Οι πρόσφατες δηλώσεις του διοικητή της ΤτΕ κυρίου Στουρνάρα κατά την 9η Ετήσια Τακτική ΓΣ ότι «το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης προϋποθέτει ένα σύνθετο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχεδιασμό» εμπερικλείει αυτήν ακριβώς την ανάγκη διεύρυνσης της παρεμβατικής φιλοσοφίας τόσο των τραπεζών γενικά, όσο και της ΕΚΤ ως φορέα συντονισμού των αλλαγών. Αλλαγών, που όμως δεν εμφανίζονται.
Στοχευμένα κατά συνέπεια, ο γνωστός Mohamed El Erian προσδιορίζοντας τις διαφορές μεταξύ Fed και ΕΚΤ αναφέρθηκε στον Αμερικανικό «εξαιρετισμό», ως κυριαρχία του έναντι της ευρωπαϊκής οικονομικής στασιμότητας η οποία ¨φαίνεται πιο χτυπητά όταν συγκρίνουμε την κατά 4% του ΑΕΠ στις ΗΠΑ και της ύφεσης στην Γερμανία κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2023.
Εκτός των γενικών διαφορών όμως, αλλαγές στην φιλοσοφία προσέγγισης, είναι δυνατόν να περνάνε αναγκαστικά μέσα από την υιοθέτηση της καινοτομίας στις συναλλαγές και την ανάδειξη νέων εργαλείων. Εύλογα αρχίζει να αναδεικνύεται το ερώτημα του κατά πόσο η ομαλότητα αλλά και η αναπτυξιακή δικαιοσύνη είναι διασφαλισμένη μέσω της πεπατημένης οδού μιας καθαρά νομισματικής θεώρησης στην πολιτική ανάπτυξης.
Την περίοδο που διανύουμε οι BRICS διεκδικούν δική τους διαδικασία συναλλαγματικών συναλλαγών εκτός SWIFT, τα κρυπτονομίσματα αποκτούν επενδυτική υπόσταση μέσα από την αδειοδότηση στις ΗΠΑ Bitcoin ETF με την εμπλοκή επενδυτικών οίκων όπως η Morgan Stanley και η BlackRock, ενώ οι Κεντρικές Τράπεζες συζητούν την εισαγωγή ψηφιακών νομισμάτων ως καινοτομία – καθυστερημένη ίσως – στην αντιμετώπιση του κυοφορούμενου διεθνούς ανταγωνισμού στο πεδίο αυτό.
Το «δημοκρατικό» πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να συνεχίσουν να εξελίσσονται οι Κεντρικές Τράπεζες, πρέπει να αναπροσαρμόζεται προκειμένου όχι μόνον να ανταποκρίνεται στην χρηματοπιστωτική και πολιτική βαρύτητα που έχουν, αλλά κυρίως στις νέες μορφές παρέμβασης που πρέπει να αναδειχθούν στο συνεχώς μεταλλασσόμενο διεθνές οικοσύστημα.
Η κυοφορούμενη διαπάλη μεταξύ της παραδοσιακής λειτουργίας της νομισματικής πολιτικής και νέων προσεγγίσεων, θα πρέπει άμεσα να οδηγήσει σε νέους ρόλους που να καταστήσουν δυνατή την αποτελεσματική αντιμετώπιση των επερχόμενων οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων. Όταν καταστεί δυνατή η διαμόρφωση της ισορροπίας αυτής, τότε θα έχουμε λόγο να αναδείξουμε την διαδικασία «εκδημοκρατισμού» των Κεντρικών Τραπεζών.
* Οικονομολόγος
Πηγή: mononews.gr