Του Γιώργου Παπανικολάου
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ήδη οδηγήσει σε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, ενώ το κόστος της δυτικής βοήθειας υπολογίζεται ως τώρα σε περίπου 380 δισ. δολάρια, με τους ίδιους τους Ουκρανούς να υπολογίζουν ότι θα χρειαστούν ακόμη εκατοντάδες δισεκατομμύρια, για να «μη νικήσει» η Ρωσία.
Διανύοντας πλέον τον 27ο μήνα του πολέμου, με τους Ρώσους στην επίθεση σε δύο μέτωπα, στο Ντονμπάς και το Χάρκοβο, διαπιστώνουμε ότι οι αρχικές προσδοκίες των ηγετών σε Ευρώπη και ΗΠΑ έχουν διαψευστεί πανηγυρικά, εντός αλλά και εκτός του πεδίου μάχης.
Ίσως χειρότερο όμως είναι ότι ουδείς αναμένει πλέον κάτι περισσότερο από μια «ευνοϊκή» διαπραγμάτευση (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) για τα ουκρανικά συμφέροντα, αντί νίκης. Η οποία διαπραγμάτευση, κατά την άποψη αρκετών έγκυρων δυτικών αναλυτών, δεν πρόκειται να έρθει -αν έρθει- νωρίτερα από το 2026 ή και το 2027, δηλαδή μετά από ακόμη 2-3 χρόνια αιματηρού πολέμου.
Δεν χρειάζεται να θυμηθεί κάποιος παρά μόνο τις απίθανες δηλώσεις Ευρωπαίων και Αμερικανών αξιωματούχων για τις κυρώσεις που θα τσάκιζαν τη ρωσική οικονομία, τις ανεκδιήγητες τοποθετήσεις για τσιπάκια από… πλυντήρια σε στρατιωτικά όπλα, ή τις προβλέψεις για απελευθέρωση της Κριμαίας, για να αντιληφθεί ότι η όλη υπόθεση έχει εξελιχθεί σε φιάσκο μεγατόνων με πολύ απρόβλεπτες συνέπειες.
Οι πραγματικές αιτίες του πολέμου
Γιατί συνέβη; Κοιτώντας εκ των υστέρων τα γεγονότα, φαίνεται πως η κυρίαρχη αντίληψη σε κυβερνητικούς κύκλους των ΗΠΑ, πριν ακόμη ξεσπάσει ο πόλεμος, ήταν πως μοιραία η Ρωσία θα συμμαχήσει με την Κίνα, σχηματίζοντας ένα εξαιρετικά επικίνδυνο άθροισμα δυνάμεων και δυνατοτήτων.
Κατά τα φαινόμενα, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέλεξαν τη λύση να απομονώσουν έγκαιρα και να «γονατίσουν» το πιο αδύναμο από αυτά τα μέρη, τη Ρωσία, ώστε να μη διαταραχθεί επικίνδυνα η ευνοϊκή ισορροπία δυνάμεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Ενδεικτική αυτής της τακτικής ήταν και η παρέμβαση της Δύσης (μέσω Μπόρις Τζόνσον) στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας τον Απρίλιο-Μάιο του 2022.
Οι εξελίξεις όμως έδειξαν ότι όπως η Ρωσία υποτίμησε στις πρώτες εβδομάδες του πολέμου τη θέληση και τη δυνατότητα της Ουκρανίας να αμυνθεί, έτσι και η Δύση υποτίμησε υπερβολικά στη συνέχεια τη θέληση και τις δυνατότητες των αντιπάλων της.
Το σημαντικό σημείο καμπής ήταν η μεγάλη ουκρανική αντεπίθεση του 2023, που απέτυχε πλήρως. Η Ρωσία άντεξε στις κυρώσεις, γύρισε σε πολεμική οικονομία και πέρασε στην επίθεση, η Κίνα και οι παραδοσιακοί εχθροί της Δύσης, Ιράν και Βόρεια Κορέα, στήριξαν και στηρίζουν τη Ρωσία, ενώ η προσπάθεια απομόνωσης του Πούτιν στον «παγκόσμιο Νότο» μέχρι στιγμής έχει αποτύχει.
Από τον πόλεμο προέκυψε η σύσφιξη των δεσμών του ΝΑΤΟ, με την εισδοχή και νέων μελών, κάτι για το οποίο πανηγυρίζουν οι δυτικές ηγεσίες. Το επίτευγμα αυτό όμως δεν φαντάζει τόσο σημαντικό, αν αναλογιστούμε το κόστος.
Διότι ο ίδιος πόλεμος έχει «ενώσει» τα συμφέροντα της μεγαλύτερης αποθήκης φυσικών πρώτων υλών στον κόσμο, της Ρωσίας, με αυτά της μοναδικής σήμερα βιομηχανικής υπερδύναμης, της Κίνας, δημιουργώντας νέους γεωπολιτικούς και γεω-οικονομικούς συσχετισμούς. Κι όλα δείχνουν ότι ο δεσμός αυτός δεν πρόκειται να σπάσει εύκολα.
Στην πράξη συνέβη το αντίθετο από ό,τι τη δεκαετία του 1970, όταν η αμερικανική προεδρία Νίξον με υπουργό Εξωτερικών τον Χένρι Κίσινγκερ κατάφερε να βελτιώσει δραστικά τις σινοαμερικανικές σχέσεις, εναντίον της ΕΣΣΔ, μπαίνοντας σφήνα ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κομμουνιστικά καθεστώτα, την εποχή του ψυχρού πολέμου.
Οι ευρύτερες συνέπειες αυτού του φιάσκου γίνονται ήδη αντιληπτές σε όλη την υδρόγειο. Πέρα από τις δυνάμεις που φαίνονται να έχουν σχηματίσει κανονικό άξονα (Κίνα-Ρωσία-Ιράν-Βόρειος Κορέα), με επιπτώσεις και στη Μέση Ανατολή, σημαντικό μέρος του Παγκόσμιου Νότου φαίνεται να απομακρύνεται από τη Δύση, βοηθούσης και της τακτικής του Ισραήλ στη Γάζα.
Έτσι, με αργούς αλλά εντεινόμενους ρυθμούς προχωρά και η αποδολαριοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας, ως συνέπεια και της εμμονής της Δύσης σε διαφόρων ειδών οικονομικές κυρώσεις.
Τα δύο σενάρια για τη λήξη του πολέμου
Το πλέον επικίνδυνο, όμως, εφόσον συνεχιστούν ή ενταθούν οι ρωσικές στρατιωτικές επιτυχίες στην Ουκρανία, κάτι που δεν είναι καθόλου απίθανο να συμβεί προσεχώς, είναι ότι η Δύση και ειδικότερα η Ευρώπη και η ΗΠΑ, θα βρεθούν μπροστά σε ένα επώδυνο δίλημμα.
Η μία λύση που θα έχουν, αφορά την κλιμάκωση του πολέμου, είτε με την ενισχυμένη παρουσία δυτικών στρατιωτών μέσα στην Ουκρανία, ή/και την παροχή όπλων και τεχνογνωσίας για να μεταφέρουν τον πόλεμο σε ρωσικό έδαφος, καθώς και με σημαντική ενίσχυση της βοήθειας, σε βαθμό υψηλότερο από αυτόν που έχει καταγραφεί ως σήμερα.
Τα μεγάλα ερωτήματα σε αυτή την περίπτωση είναι πώς θα αντιδράσει η ίδια η Ρωσία, αν δηλαδή θα κλιμακώσει κηρύττοντας πλέον γενική επιστράτευση (και με ποια συμβατικά ή όχι μέσα, θα επιχειρήσει να απαντήσει), αλλά και τι θα κάνει η Κίνα.
Ουδείς μπορεί σήμερα να αποκλείσει την πιθανότητα η μη ήττα της Ρωσίας να αποτελεί για τη δεύτερη υπερδύναμη απόλυτα ζωτικό στοιχείο πολιτικής, ενώ είναι απολύτως βέβαιο ότι η αποφυγή της ήττας στην Ουκρανία αποτελεί υπαρξιακό ζήτημα για το καθεστώς Πούτιν, αν όχι γενικότερα για κάθε πτυχή της ρωσικής «ελίτ».
Δύσκολα μπορεί κάποιος να δει στο τέλος αυτού του σεναρίου μια «καθαρή» ουκρανική λύση. Πιθανότερο θεωρείται το «πάγωμα» της σύρραξης, όπως συνέβη στον πόλεμο της Κορέας, όταν οι αντίπαλοι εξαντλήθηκαν.
Η δεύτερη λύση θα είναι να αποδεχτεί η Δύση μια διαπραγμάτευση, από την οποία είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προκύψει η «φινλανδοποίηση» και διάσπαση της Ουκρανίας. Μια αυστηρά ουδέτερη Ουκρανία, αποστρατικοποιημένη και στηριγμένη από εγγυήσεις τρίτων κρατών, η οποία το πιθανότερο είναι ότι θα απωλέσει τις περιοχές στις οποίες θα βρίσκονται τότε ρωσικά στρατεύματα.
Πρόκειται όμως για λύση που δεν μπορεί να παρουσιαστεί ως νίκη της Δύσης, ούτε στην εσωτερική κοινή γνώμη ούτε και έναντι των παγκόσμιων παρατηρητών, που ανιχνεύουν για δικούς τους λόγους τις αδυναμίες του κυρίαρχου παγκόσμιου συστήματος. Οι πολιτικές και γεωπολιτικές συνέπειες θα είναι οδυνηρές.
Αυτό το διαφαινόμενο αδιέξοδο είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο επικρατεί η τρέχουσα παραδοξότητα: Οι ίδιοι πολιτικοί ηγέτες που πριν από 1-2 χρόνια χλεύαζαν τη Ρωσία, την οικονομία και τα στρατεύματά της, μιλούν τώρα για «ρωσική απειλή» ικανή να εμπλακεί όχι απλώς σε μικρές περιφερειακές χώρες όπως η Μολδαβία, αλλά και να διεξαγάγει πόλεμο εναντίον του ΝΑΤΟ και των κρατών-μελών του, τα επόμενα χρόνια.
Η αλήθεια βέβαια, όπως συμβαίνει συνήθως, είναι κάπου στη μέση.
Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω και οι σχέσεις με τη Ρωσία έχουν διαταραχθεί επικίνδυνα. Ειδικά οι χώρες στη συνοριακή περιφέρεια της Ευρώπης, που έχουν πρωτοστατήσει στις εναντίον της κινήσεις, όπως οι Βαλτικές, έχουν λόγους να μην αισθάνονται ασφαλείς. Ιδίως στην περίπτωση που οι ΗΠΑ (ακόμη περισσότερο στην περίπτωση μιας προεδρίας Τραμπ) ρίξουν μεγαλύτερο βάρος στην Ασία, όπου διακυβεύονται ζωτικά συμφέροντά τους, σημερινά αλλά και μελλοντικά.
Μεγάλος χαμένος η Ευρώπη
Κατά συνέπεια, μεγάλος χαμένος από το φιάσκο της Ουκρανίας οικονομικά, γεωπολιτικά αλλά και αμυντικά είναι η Ευρώπη. Η οποία φαίνεται να παρασύρθηκε στον ανταγωνισμό των υπερδυνάμεων εκούσα άκουσα, χωρίς να έχει αυτόνομες επιλογές εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Πρακτικά αυτό ψιθυρίζει το τελευταίο διάστημα και ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν, αν διαβάσει κάποιος πίσω από τις γραμμές των σκληρών δηλώσεών του απέναντι στη Ρωσία, που καταλήγουν στην ανάγκη ενισχυμένης και πιο αυτόνομης ευρωπαϊκής άμυνας. Προσέχει όμως να μη γίνει στόχος «φίλιων πυρών», όπως έχει συμβεί στο παρελθόν.
Πράγματι, στο νέο τοπίο, η Ευρώπη δεν έχει πολλές επιλογές. Η συγκριτική μείωση της αμερικανικής ισχύος τις τελευταίες δεκαετίες, σε συνδυασμό με τα πολλά μέτωπα που έχουν ανοίξει ανά τον κόσμο και με την πλήρη διατάραξη των σχέσεων με τη Ρωσία, οδηγούν σε προδιαγεγραμμένες πλέον κινήσεις ενίσχυσης της άμυνάς της.
Η επίκληση ενός ισχυρού εχθρού κοντά στα σύνορά της, εκτός των άλλων, είναι και πολιτικά απαραίτητη.
Πηγή: euro2day.gr