Ο εφιάλτης της λανθασμένης πολιτικής του Ν. 2612/1998… Του Γιώργου Μέργου

287

Του Γιώργου Μέργου*

Ο εφιάλτης των δασικών πυρκαγιών που βιώνει τα τελευταία χρόνια η χώρα μας δεν οφείλεται στην κλιματική αλλαγή, όπως πολλοί υποστηρίζουν, αλλά στην λανθασμένη πολιτική που εισήχθη με το νόμο 2612/1998. Η αφετηρία του κακού είναι ο νόμος 2612/1998 που μετέφερε την αρμοδιότητα της δασοπυρόσβεσης από τη δασική υπηρεσία στην πυροσβεστική και ειδικότερα το άρθρο 9, που μετέφερε και τις αντίστοιχες πιστώσεις στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Το ελληνικό μοντέλο που αρμοδιότητα για τη δασοπυρόσβεση έχει η πυροσβεστική, ενώ στις άλλες χώρες η δασική υπηρεσία, δίνει έμφαση στην καταστολή, έναντι της πρόληψης, σε αντίθεση με την πρακτική που ακολουθείται σε όλες τις άλλες χώρες. Παρά τις μεγάλες απώλειες ανθρώπινης ζωής, τις καταστροφές δασών και περιουσιών και την τεράστια υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος, η Ελλάδα επιμένει, όπως λένε οι ειδικοί, Έλληνες και ξένοι, «να βαδίζει σε λάθος κατεύθυνση».

Στο άρθρο 1 του νόμου αναφέρονται επί λέξει τα εξής: «Η ευθύνη και ο επιχειρησιακός σχεδιασμός της καταστολής των πυρκαγιών στα δάση και στις δασικές εν γένει εκτάσεις ανατίθεται στο Πυροσβεστικό Σώμα. Η αρμοδιότητα αύτη ασκείται από τις κατά τόπο Πυροσβεστικές Υπηρεσίες, οι οποίες μπορούν να ζητούν, όταν κρίνεται αναγκαίο, τη συνδρομή άλλων αρχών και φορέων. Όλες οι αρχές, φορείς και πρόσωπα που παρέχουν τη συνδρομή τους ενεργούν υπό τις οδηγίες του επικεφαλής των πυροσβεστικών δυνάμεων. Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου ως “επιχειρησιακός σχεδιασμός της καταστολής” νοείται η οργάνωση, η διαχείριση και ο συντονισμός των δυνάμεων πυρόσβεσης, του εξοπλισμού και των άλλων μέσων και περιλαμβάνει ενέργειες που εξασφαλίζουν την έγκαιρη επισήμανσή, αναγγελία και επέμβαση, ώστε να επιτυγχάνεται η άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών».

Ταυτόχρονα με το άρθρο 9 του ίδιου νόμου μεταφέρονται οι πιστώσεις για την πρόληψη από τη Δασική Υπηρεσία στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της πρόληψης, την κατάργηση των εργασιών καθαρισμού των δασών με συνεπακόλουθο τη σταδιακή συσσώρευση καύσιμης ύλης στο έδαφος, που δημιουργεί συνθήκες ευνοϊκές για την ταχύτατη επέκταση της φωτιάς. Ταυτόχρονα, τα πεζοπόρα τμήματα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τη φωτιά γιατί αγνοούν τις συνθήκες του δάσους. Το αποτέλεσμα είναι να παραμένει ως μόνη εναλλακτική η χρήση των εναέριων μέσων των οποίων η αποτελεσματικότητα είναι πολύ περιορισμένη.

Από τότε έχουν υπάρξει πολλές αναλύσεις, συζητήσεις και εμπειρογνωμοσύνες που επαναλαμβάνουν τα ίδια, επισημαίνοντας τις επιπτώσεις από το λανθασμένο θεσμικό πλαίσιο. Χαρακτηριστικά, μετά την πυρκαγιά στο Μάτι, Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων υπό τον διευθυντή του Global Fire Monitoring Center (GFMC), Dr. Johann Georg Goldammer, (7-2-2019) συμπεραίνει ότι το πρόβλημα οφείλεται στην έμφαση της Ελληνικής πολιτικής στην καταστολή έναντι της πρόληψης, στη συσσώρευση καύσιμης ύλης, την έλλειψη συντονισμού μεταξύ συναρμόδιων φορέων, αλλά και την έλλειψη κατανόησης μεταξύ πυροσβεστικής υπηρεσίας και δασικής υπηρεσίας. Ειδικότερα η Έκθεση αναφέρει: (α) Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη όπου τα δαπανώμενα κονδύλια για την καταστολή είναι δυσανάλογα ψηλά σε σχέση με την πρόληψη. (β) Στην πρόληψη των δασικών πυρκαγιών συμμετέχουν 45 συναρμόδιοι φορείς που πρέπει να συντονιστούν σε ένα κοινό πλαίσιο. Για την καταστολή θα πρέπει να συνεργαστούν 17 φορείς, που ανήκουν σε 6 υπουργεία προκειμένου να ασκήσουν 11 διαφορετικές αρμοδιότητες. (γ) Για την επιδείνωση του προβλήματος σημαντικότατο ρόλο  παίζει η αύξηση της ποσότητας και συνέχειας της καύσιμης ύλης. (δ) Σημειώνεται αύξηση του κινδύνου εκδήλωσης και εξάπλωσης πυρκαγιών στις παρυφές των αστικών περιοχών, των οικισμών της υπαίθρου, των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και των τουριστικών περιοχών.

Αυτά είναι τα αποτελέσματα του ελληνικού μοντέλου που είναι διαφορετικό από αυτό που ακολουθούν όλες οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Με το Ν. 2612/1998 η Ελλάδα έχει εγκαταλείψει την πρακτική που ακολουθούν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες και που εισηγούνται οι ειδικοί επιστήμονες, ότι δηλαδή η διαχείριση των δασών, η πρόληψη και η κατάσβεση των δασικών πυρκαγιών, είναι υπόθεση των Δασικών Υπηρεσιών (που γνωρίζουν τα δάση) κι όχι της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, που εκπαιδεύεται για αστικές πυρκαγιές. Η Ελλάδα πρωτοτυπεί επιλέγοντας να εφαρμόσει ένα τελείως διαφορετικό μοντέλο, που κάθε χρόνο δοκιμάζεται και αποτυγχάνει. Και αυτό συμβαίνει παρά την τεράστια αύξηση των μέσων και του κόστους πυρόσβεσης που από 30 εκ. Ευρώ περίπου το 1998 προσεγγίζει το 1 δις. Ευρώ σήμερα, αλλά και τις τεράστιες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, σπίτια και περιουσίες, αλλά και τεράστια υποβάθμιση του περιβάλλοντος.

Πριν το Νόμο 2612/1998, τα στελέχη της δασικής υπηρεσίας, με τη συνδρομή των δασικών συνεταιρισμών, είχαν ενεργό ρόλο στη διαχείριση, τον καθαρισμό και την απομάκρυνση της καύσιμης ύλης από το δάσος στην περιοχή ευθύνης τους, προλαμβάνοντας τις δασικές πυρκαγιές. Σε συνεργασία με τους τοπικούς παράγοντες και τα μέλη των δασικών συνεταιρισμών, οι εργαζόμενοι στη δασική υπηρεσία είχαν πλήρη εικόνα της περιοχής τους, γνώριζαν τις ιδιομορφίες του δάσους, γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα, αλλά διαπίστωναν και αντιμετώπιζαν άμεσα τυχόν έκνομες ενέργειες.
Σήμερα, οι εργαζόμενοι στη δασική υπηρεσία έχουν μετατραπεί σε γραφειοκράτες και όταν συμβεί το κακό της δασικής πυρκαγιάς, οι πληθυσμοί εκλιπαρούν για «εναέρια μέσα» πυρόσβεσης, αφού τα πεζοπόρα τμήματα της πυροσβεστικής, λόγω έλλειψης γνώσης των ειδικών συνθηκών του δάσους, παραμένουν στις παρυφές του δάσους και αδυνατούν να ελέγξουν τη φωτιά, που τροφοδοτούμενη από την συσσωρευμένη καύσιμη ύλη επεκτείνεται ανεξέλεγκτα. Μια όχι τυχαία παρατήρηση είναι ότι οι δασικές πυρκαγιές επαναλαμβάνονται στις ίδιες περιοχές μετά από περίοδο επτά-δέκα ετών, όταν συσσωρεύεται αρκετή καύσιμη ύλη.

Η βασική αιτία της αδυναμίας ελέγχου των δασικών πυρκαγιών, οφείλεται στην αύξηση της ποσότητας και της συνέχειας της καύσιμης ύλης που οφείλεται, κατά τους εμπειρογνώμονες, στην έμφαση της ελληνικής πολιτικής στην καταστολή έναντι της πρόληψης, λόγω του Ν. 2612/1998. Ο Γαβριήλ Ξανθόπουλος, διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛΓΟ «Δήμητρα» και ειδικός σε θέματα πυρκαγιών, αναφερόμενος στην περυσινή τρομακτική καταστροφή της πυρκαγιάς στον Έβρο και το μοναδικό οικοσύστημα της Δαδιάς αναφερόμενος στο Ν. 2612/1998 λέει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στον τύπο: «Συνεχίζουμε να βαδίζουμε σε λάθος κατεύθυνση». Δυστυχώς η ελληνική πολιτεία δεν έχει ακόμα αναλάβει πρωτοβουλία αναθεώρησης του λανθασμένου θεσμικού πλαισίου όπως όλοι οι ειδικοί εμπειρογνώμονες συνιστούν.

Μετά από είκοσι πέντε χρόνια εφαρμογής του Νόμου 2612/1998, η πολιτεία οφείλει να επανεξετάσει το θεσμικό πλαίσιο της διαχείρισης των δασών και της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών, ώστε να ξαναγίνει το δάσος πηγή απασχόλησης, εισοδήματος και ευημερίας, αντί αιτία καταστροφής περιουσιών, απώλειας ζωής και κοινωνικής δυστυχίας. Για να υπάρξει ανάπτυξη και ανάπλαση των κατεστραμμένων περιοχών χρειάζεται αλλαγή του θεσμικού πλαισίου. Μια κοινωνική ανάλυση κόστους-οφέλους μπορεί πολύ εύκολα να αναδείξει τα αναπτυξιακά και κοινωνικά οφέλη της αλλαγής του υφιστάμενου σήμερα θεσμικού πλαισίου και της παραγωγικής διαχείρισης των δασών.

*Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών, ΕΚΠΑ,
πρώην Γενικός Γραμματέας, Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών