Του Αντώνη Βενέτη
Κύριε διευθυντά
Την ελληνική ταινία «Της νύχτας τα καµώµατα» την έβλεπα για πρώτη φορά. Θα µπορούσες να την χαρακτηρίσεις «µελό», αλλά δεν ήταν. Ετσι απεκόµισα µια αίσθηση γνήσιου και αυθεντικού. Είχε έναν απόηχο από την ταινία του Βιτόριο ντε Σίκα, «Κλέφτης ποδηλάτων», η οποία ιδωµένη πριν από µερικές δεκαετίες, µου άφησε µια αίσθηση αληθινής συγκίνησης, όπως µόνο τα γνήσια πράγµατα –και αισθήµατα– µπορούν να έχουν.
Αρχές δεκαετίας του 1950. Ενας µεσόκοπος, µοναχικός αστυφύλακας, έχει νυχτερινή υπηρεσία σε µια φτωχική γειτονιά της Αθήνας. Μ’ έναν τρόπο απλό και µια σπάνια ευαισθησία κατορθώνει να συνδυάσει την αίσθηση του καθήκοντος µε µια ανθρώπινη προσέγγιση για τους παραβάτες του νόµου. Ενεργούσε ποτέ έτσι η Αστυνοµία;
Ισως, γιατί ήταν η εποχή του «είναι» και όχι, σαν στους καιρούς µας, του «φαίνεσθαι». Ακόµα η φιγούρα και το παίξιµο του Β. Αυλωνίτη σχεδόν σ’ έπειθε.
Ετσι θυµήθηκα ένα παραπλήσιο περιστατικό που µου είχε διηγηθεί ο αξέχαστος φίλος µου Σταύρος Μπάκας, από τη Γολά Θεσπρωτίας. Ο πατέρας του Γιάννης Μπάκας, αντάρτης του ∆ΣΕ στα βουνά της Μουργκάνας. Υστερα, µετά το 1949, πολιτικός πρόσφυγας στη «Λαϊκή ∆ηµοκρατία» της Πολωνίας, όπου πέθανε τη δεκαετία του 1970. Η µητέρα του στο χωριό σ’ ανείπωτη φτώχεια. Ετσι το 1953 µε αίτησή της, ο Σταύρος και ο αδελφός του Βαγγέλης βρίσκονται στην παιδόπολη «Αγία Ελένη» Ιωαννίνων. Στο νεαρό –κατά κανόνα γυναικείο– προσωπικό της παιδόπολης, ο Σταύρος βρήκε την καλοσύνη των ξένων. Εκεί πρωτοφόρεσε παπούτσια και τέντωνε τα πόδια για να τα καµαρώνει. Τον διέκρινε µια ψυχική γενναιοδωρία και πάντοτε αναγνώριζε τη σηµαντική προσφορά των παιδοπόλεων στη ζωή του, στις οποίες έζησε 12 χρόνια. Πόσες φορές δεν µου είπε:
– Ηταν τα καλύτερά µου χρόνια…
Στις τεχνικές σχολές της Κεφαλονιάς ο Σταύρος γίνεται ηλεκτρολόγος. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, για πρώτη φορά, ο Σταύρος βρίσκεται στην Αθήνα. Μόνος, χωρίς να γνωρίζει κανέναν. Ετσι καταφεύγει στο πρώτο αστυνοµικό τµήµα που βρίσκεται µπροστά του. Ζητάει την αστυνοµική συνδροµή για εξεύρεση εργασίας. Φιλοξενείται το βράδυ στο τµήµα. Η άλλη µέρα ήταν η αρχή της επαγγελµατικής του σταδιοδροµίας. Χρόνια µετά, επιτυχηµένος επιχειρηµατίας, µε δωδεκαετή θητεία ως µέλος του ΚΚΕ, ο Σταύρος αναπολούσε το παρελθόν.
– Εγώ, ο γιος αντάρτη του ∆ΣΕ ευγνωµονώ τη νεκρή βασίλισσα Φρειδερίκη για τη ζωή µου στις παιδοπόλεις και δεν ξεχνώ το ειλικρινές ενδιαφέρον ενός αστυνοµικού για ένα άγνωστο σ’ αυτόν χωριατόπαιδο.
∆εν µπόρεσα να παρευρεθώ στην κηδεία του, για να εκφράσω µαζί µε τους δεκάδες φίλους της παιδόπολης την οδύνη µας για τον χαµό του, και ν’ ακούσω, σαν παραµυθία, από τον ιερέα, της τελετής της εκδηµίας, τα τόσο ποιητικά λόγια του πικρού αποχαιρετισµού: «Κύριε, ανάπαυσον την ψυχήν του κεκοιµηµένου δούλου σου Σταύρου εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως, ένθα απέδρα πάσα οδύνη, λύπη και στεναγµός».