Ο μεγάλος κίνδυνος για τον ΣΥΡΙΖΑ… Της Σώτης Τριανταφύλλου

193

Της Σώτης Τριανταφύλλου

Μετά την ψηφοφορία της περασμένης Κυριακής φαίνεται πως το σουξέ ήταν βραχύβιο για τον κ. Στέφανο Κασσελάκη. Ο κ. Κασσελάκης είχε εκλεγεί επικεφαλής του εναπομείναντος ΣΥ ΡΙΖΑ επειδή είναι νέος, ωραίος (γούστα είναι αυτά) και γκέι. Το εκκρεμές των προτιμήσεων των αριστερών ψηφοφόρων στάθηκε σ’ αυτό που ορίζουν ως «διαφορετικότητα»: πράγματι, οι ωραίοι και οι γκέι μειοψηφούν στον πολιτικό κόσμο και στην ευρύτερη κοινωνία, άρα θεωρούνται «διαφορετικοί» —ιδιαίτερα όταν διαθέτουν αμφότερες τις ιδιότητες. Θα είχα πολλά να σχολιάσω γι’ αυτή την κοινωνική διάκριση που κραδαίνουν οι δικαιωματιστές με ύφος θύματος, αλλά το θέμα μου εδώ δεν είναι η «διαφορετικότητα»• είναι τα κριτήρια του κοινού και των πολιτικών στελεχών, τα οποία, αν και ανέκαθεν επιφανειακάι υπαγορεύονται όλο και περισσότερο από τις προβαλλόμενες εικόνες: στους ωραίους και στους γκέι επιτρέπονται όσα δεν επιτρέπονται στις ασήμαντες και βαρετές μάζες. Η ανάδειξη σε πολιτικές θέσεις διαφόρων τοπικών διασημοτήτων, από τηλεπερσόνες μέχρι γκουρού του life style, δεν είναι βεβαίως καινούργιο φαινόμενο. Εχει όμως προστεθεί ο παράγοντας της σεξουαλικής ταυτότητας, ο οποίος, ως μέρος της προσωπικής ζωής, δεν θα έπρεπε καν να δημοσιοποιείται, πολύ λιγότερο να αξιοποιείται ως πολιτικό πλεονέκτημα. Σήμερα το να «ανήκεις» στη φαντασιακή κοινότητα των ΛΟΑΤΚΙ+ είναι προσόν που μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο ως μέσον μόχλευσης στον κόσμο της εργασίας και της πολιτικής, όσο και ως δικαιολογία για προσωπικές αποτυχίες.

Ετσι, η σεξουαλική ταυτοτητα όχι μόνον αναφέρεται αλλά και τονίζεται στα βιογραφικά σημειώματα όσων θηρεύουν θέσεις λήψης αποφάσεων ή είναι δημόσια πρόσωπα. Αυτή η συμπεριφορά μού φαίνεται απαράδεκτη παραβίαση των προσωπικών δεδομένων: ο ακτιβισμός και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καταργούν ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα —την προστασία της ιδιωτικής ζωής— και έχουν αναγάγει σε «δικαίωμα» την κοινολόγησή της. Κοιτάξτε με και κάντε like! Νομίζω ότι όσοι σέβονται τον εαυτό τους θα έπρεπε να αντιστέκονται σ’ αυτό το κύμα της έκθεσης και του ευτελισμου- o κ. κασσε και πολλοί άλλοι φυσικά, αναγνωρίσιμοι και λιγότερο αναγνωρίσιμοι, γκέι, αμφί και στρέιτ, με πολιτικές φιλοδοξίες ή χωρίς, δεν σέβονται τον εαυτό τους. Και γι’ αυτό, κάνουν θέαμα την προσωπική τους ζωή και την παραδίδουν με όλες τις λεπτομέρειές της στο κοινό, το οποίο άλλοτε τους αποθεώνει, άλλοτε ορμάει να τους λιντσάρει. Ο κίνδυνος του κανιβαλισμού δεν πρέπει να υποτιμάται όταν ξεγυμνώνεται κανείς στον όχλο.

Αν και ο κ. Κασσελάκης εξελέγη λόγω της καινουργίλας του, ως γκέι, με κοιλιακούς-φέτες και glamour από το εξωτικό Μαϊάμι (το οποίο, αν δει κανείς από κοντά, μόνο glamour δεν αποπνέει: το Μαϊάμι είναι αφόρητα κιτς), πολλοί πίστευαν ότι θα ξεδιπλώσει μοναδικά ταλέντα. Ομως, δεν άργησε να αποδείξει ότι δεν έχει κανένα ταλέντο και κανένα προσόν εκτός από τα υποτιθέμενα προαναφερθέντα. Κι επειδή δεν έχει προσόντα, πείρα, ιδεολογικά ερείσματα, κοινωνική μόρφωση, δεν προέβλεψε τη διαλεκτική γκεϊλίκια-αντριλίκια και αμερικανάκια-ιθαγενείς που θα μπορούσε να επιβαρύνει με πολιτιστικές και προσωπικές συγκρούσεις το κόμμα το οποίο του παρεδόθη είτε από επιπολαιότητα, είτε από δόλο και κατεργαριά. Τα κίνητρα του κ. Αλέξη Τσίπρα ήταν σκοτεινά. Ετσι κι αλλιώς, παρατηρούμε, όχι χωρίς κάποια αμηχανία ή και χαιρεκακία, να διαμορφώνονται χαρακώματα που δεν σχετίζονται μόνο με την πολιτική ιδεολογία, αλλά και με παραλλαγές της αρσενικής οντότητας: τσαλαβουτάμε, περισσότερο από όσο νομίζουμε, στο τέλμα της ανδροκρατικής και μισογυνικής παράδοσης της Μεσογείου.

Οσο για την ελληνική Αριστερά γενικότερα, αν και διατηρεί τεράστια επιρροή στο επίπεδο των νοοτροπιών —έχει διαμορφώσει υπερβολικά πολλές γενιές ώστε να χάσει την ηγεμονία της— υποχωρεί διαρκώς σε πολιτικό λόγο και σε πολιτικό νόημα. Σήμερα, η διαμάχη εκτυλίσσεται μεταξύ μιας μορφής νοσηρής (εξ ορισμού) νεοτενίας από τη μία πλευρά και των παραδοσιακών ηθών και της αισθητικής του Ψηλορείτη από την άλλη, ενώ προστίθεται κακοφωνία από όλα τα όρη και τα παράλια. Αμφότερες οι πλευρές είναι κενές περιεχομένου: καταδεικνύουν την πολιτιστική μας καθυστέρηση η οποία δημιουργεί ξανά και ξανά σκηνές επαρχιακού τσίρκου. Ειναι κατανοητό το ότι κάποια στιγμή οι άνθρωποι της Αριστεράς θέλησαν να δοκιμάσουν πιο φρέσκα πρόσωπα από τους μυστακοφόρους κομμουνιστογενείς με την ξύλινη γλώσσα και τα εμφυλιοπολεμικά ένστικτα. Αλλά ο κ. Κασσελάκης δεν ήταν η εναλλακτική πρόταση: αν και στα νιάτα του υπήρξε Ρεπουμπλικανός, από πέρυσι αρθρώνει γενικόλογο αντιδεξιό λόγοι εξίσου ξύλινο με εκείνο των πρεσβυτέρων, συσσωρεύει γκάφες, συμπεριφέρεται απρεπώς και τροφοδοτεί τα περιοδικά κομμωτηρίου —όχι άθελά του όπως ισχυρίζεται. Στην απέναντι πλευρά συνωστίζονται δύο αριστερές -τάσεις: οι δήθεν «σοβαροί» που απογοητεύτηκαν από την ασχετοσύνη του κι από τα φλας της φτηνής δημοσιότητας που συγκεντρώνει, και οι ιντριγκαδόροι που τον στήριξαν αρχικά, σε μια χειρονομία απροσδόκητης γενναιοδωρίας, για να τον υπονομεύσουν βάσει σχεδίου στη συνέχεια. Κι όμως, στα μάτια κάθε σώφρονος ανθρώπου ο κ. Κασσελάκης φαινόταν εξαρχής ακατάλληλος: αράδιαζε ανακρίβειες σχετικά με τη βιογραφία του, δεν κατάφερνε να κρύψει την απουσία πολιτικής μόρφωσης, επεδείκνυε οκνηρία (πολλά ταξίδια αναψυχής: bad performer όπως σημείωνε η Golden Sachs η οποία φέρεται να τον απέλυσε) και πόζαρε ως θύμα των ΜΜΕ, τα οποία παραπονιόταν πως ήταν «εναντίον του». Πιθανώς η ανάδειξή του και η στήριξη που δέχτηκε από πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να μην ήταν λάθοςνα ήταν ελιγμός. Σε όλες τις παρατάξεις συμβαίνουν τρίπλεςι μηχανορραφίες, κατεργαριές —στην Αριστερά ακόμα περισσότερο.

Στοιχηματίζω ότι, μετά τις διαμαρτυρίες για φραξιονισμό, νομενκλατούρα και κουκουλοφόρους, θα αποδώσει την αποπομπή του από την ηγεσία του κόμματος στην ομοφοβία. Αν και η ομοφοβία ίσως παίζει κάποιο ρόλο — συνδυάζεται με τα ζορμπαδιλίκια— δεν αρκεί για να εξηγήσει ούτε όσα συμβαίνουνι ούτε όσα δεν συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ. Πάντως, αν αλώσουν το κόμμα οι γραφικοί τσαμπουκάδες — δεν είναι ένας, είναι πολλοί — δεν θα σημειώσει ήττα μόνον ο κ. Κασσελάκης αλλά ολόκληρη η χρυσή νεολαία με την ακαταμάχητη διαφορετικότητα.