Του Νίκου Γκατζογιάννη
Στις 29 Νοεμβρίου 2023 εγκαινιάστηκε στο στρατόπεδο «Παπάγου» το μεγαλοπρεπές «Μνημείο των Αθανάτων του Eθνους». Αποτελείται από έναν επιβλητικό βωμό, όπου καίει άσβεστη η αιώνια φλόγα, αφιερωμένη στη μνήμη των πεσόντων υπέρ της πατρίδας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Τον βωμό πλαισιώνουν σειρές επιτύμβιων πλακών που καταλήγουν στον 16μετρο ιστό που φέρει την ελληνική σημαία και δεσπόζει στην κορυφή του μνημείου. Στις επιτύμβιες πλάκες, που σύντομα θα μεταφερθούν στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων στη Βάρη, αναγράφονται τα ονόματα των 121.692 Ελλήνων που έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα τους σε εθνικές συγκρούσεις από το 1830 έως το 1974.
Ωστόσο, από τις πλάκες αυτές λείπουν τα ονόματα των 15.628 Ελλήνων κυβερνητικών στρατιωτών που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, από το 1945 έως το 1949. Το ίδιο το υπουργείο που τους κάλεσε να εκπληρώσουν το καθήκον τους, φαίνεται τώρα να επιδιώκει να διαγράψει τη θυσία τους από τη συλλογική μνήμη του ελληνικού έθνους.
Ποιους πολεμούσαν όμως αυτοί οι άνδρες που έπεσαν στο πεδίο της μάχης; Κομμουνιστές αντάρτες που ήθελαν να εγκαθιδρύσουν μια σταλινική δικτατορία στη γενέτειρα της δημοκρατίας και ήταν έτοιμοι να παραχωρήσουν τη Μακεδονία στη Γιουγκοσλαβία, με αντάλλαγμα τη στήριξή της στην εξέγερσή τους.
Και για τι έδωσαν τη ζωή τους αυτοί οι άνδρες; Για να κρατήσουν το έθνος τους ελεύθερο και ενωμένο. Αυτοί οι νέοι δεν προσφέρθηκαν εθελοντικά να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή τους. Στρατολογήθηκαν από την κυβέρνηση για να υπερασπιστούν τη χώρα, και ανταποκρίθηκαν σε αυτό το κάλεσμα. Δεν έσπευσαν στη μάχη αναζητώντας δόξα, αλλά έδωσαν τη ζωή τους για να σώσουν την Ελλάδα από τη δικτατορία και τον διαμελισμό. Κέρδισαν επάξια μια τιμητική θέση σε κάθε κατάλογο «αθανάτων» που έκαναν την υπέρτατη θυσία για την πατρίδα τους.
Τι προδοσία είναι, λοιπόν, για αυτούς τους γενναίους νέους στρατιώτες και αξιωματικούς –15.628 συνολικά–, που ποτέ δεν είχαν την ευκαιρία να ζήσουν τη ζωή τους, να διαγράφονται από τους τιμητικούς καταλόγους του ίδιου του υπουργείου που τους έστειλε στη μοίρα τους.
Το να αγνοείται η θυσία τους, ακόμη και από μια αριστερή κυβέρνηση όπως του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΠΑΣΟΚ, θα ήταν θλιβερό. Αλλά το να αγνοείται από μια υποτιθέμενη κεντροδεξιά κυβέρνηση όπως η Νέα Δημοκρατία, είναι ντροπή.
Γιατί, λοιπόν, τα ονόματα των κυβερνητικών δυνάμεων που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου παραλείφθηκαν από το «Μνημείο των Αθανάτων του Eθνους» που δημιούργησε το ίδιο το υπουργείο που τους επιστράτευσε; Η απάντηση είναι προφανής: αν το υπουργείο συμπεριελάμβανε τους πεσόντες των κυβερνητικών δυνάμεων, θα αισθανόταν υποχρεωμένο να κάνει το ίδιο και για τους κομμουνιστές αντάρτες, γιατί και αυτοί ήταν Eλληνες, αλλιώς θα αντιμετώπιζε διαμαρτυρίες από την Αριστερά. Eτσι, για λόγους πολιτικής ορθότητας, το υπουργείο επέλεξε να μη συμπεριλάβει κανέναν από τους δύο.
Με τον τρόπο αυτόν όμως το υπουργείο προδίδει τον ίδιο τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε το μνημείο: να τιμήσει τις ένοπλες δυνάμεις που έδωσαν τη ζωή τους για να διαφυλάξουν την «ελευθερία» του έθνους, όπως αναφέρει ένα δελτίο του μνημείου. Οι κυβερνητικές δυνάμεις στον Εμφύλιο Πόλεμο θυσίασαν τη ζωή τους για να κάνουν ακριβώς αυτό, και το πέτυχαν, ενώ ο στόχος των κομμουνιστών ήταν να εγκαθιδρύσουν δικτατορία. Ευτυχώς απέτυχαν, αλλά προκάλεσαν ανείπωτη βία στον ελληνικό λαό (τουλάχιστον 157.000 νεκρούς), τεράστιες καταστροφές (800.000 άμαχοι εκτοπίστηκαν) και εθνικές στερήσεις (οδηγώντας τη χώρα σε 10ετή οπισθοδρόμηση στη μεταπολεμική ανασυγκρότηση). Μια τέτοια κληρονομιά δεν είναι άξια να εξασφαλίσει στους αντάρτες μια θέση σε ένα ιερό μνημείο αφιερωμένο σε όσους θυσίασαν τη ζωή τους για την πατρίδα τους.
Οι Eλληνες μισθοφόροι που πολέμησαν με τους Πέρσες στη μάχη του Μαραθώνα δεν αναπαύονται στον τάφο των ηρώων που πέθαναν υπερασπιζόμενοι την ελευθερία. Δεν τους άξιζε αυτή η τιμή, και ούτε οι κομμουνιστές αντάρτες αξίζουν αναγνώριση στο ίδιο μνημείο με τις κυβερνητικές δυνάμεις που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.
Oμως η επιθυμία του υπουργείου Εθνικής Aμυνας να κατευνάσει την Αριστερά δεν περιορίζεται στην παράλειψη των ονομάτων τους, αλλά επεκτείνεται ακόμη και στους πεσόντες από άλλους πολέμους που αναφέρονται στο μνημείο του υπουργείου. Σε αντίθεση με τα μνημεία της Νορμανδίας και του Βιετνάμ, τα ονόματα των πεσόντων που αναγράφονται στο μνημείο του υπουργείου Εθνικής Aμυνας δεν συνοδεύονται από τον βαθμό και τα διακριτικά τους, προφανώς για να αποφευχθούν οι κατηγορίες περί ελιτισμού από την Αριστερά.
Στις 26 Ιουνίου, ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Νίκος Δένδιας παραχώρησε συνέντευξη Τύπου, όπου ανακοίνωσε ότι το «Μνημείο των Αθανάτων του Εθνους» θα αντικατασταθεί από ένα νέο μνημείο σχεδιασμένο από τον γλύπτη Κωνσταντίνο Βαρώτσο και ότι οι πλάκες με τα ονόματα των 121.692 πεσόντων θα μεταφερθούν στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Ωστόσο, δεν αναφέρθηκε καθόλου στους 15.628 νεκρούς του Εμφυλίου που δεν συμπεριελήφθησαν στο μνημείο και η θυσία τους θα εξακολουθήσει να αγνοείται στη νέα του τοποθεσία. Ο κ. Δένδιας είχε προτείνει κάποτε την κατασκευή ενός αγάλματος του Χο Τσι Μινχ στη Μακεδονία, βασιζόμενος σε ατεκμηρίωτες αναφορές ότι ο ηγέτης του κομμουνιστικού Βιετνάμ ίσως πολέμησε εκεί για τους Γάλλους, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Και όμως, ο υπουργός Αμυνας επιτρέπει την παράλειψη, από το μοναδικό μνημείο στην Ελλάδα που κατασκευάστηκε για να τιμήσει όλους τους «αθανάτους» του έθνους, 15.628 συμπατριωτών του που σκοτώθηκαν πολεμώντας για την ελευθερία κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.
Αυτοί οι νέοι δεν προσφέρθηκαν εθελοντικά να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή τους. Στρατολογήθηκαν από την κυβέρνηση για να υπερασπιστούν τη χώρα και ανταποκρίθηκαν σε αυτό το κάλεσμα.
Κανείς δεν λέει να αναζωπυρώσουμε τις ιδεολογικές συγκρούσεις του παρελθόντος για να δηλητηριάσουμε τον σημερινό πολιτικό διάλογο, αλλά το να παραβλέπουμε τη θυσία χιλιάδων νέων Ελλήνων που πολέμησαν για την ελευθερία της πατρίδας τους αποτελεί προδοσία των θεμελιωδών αξιών που εμείς οι Eλληνες, ως ιδρυτές της δημοκρατίας, θα πρέπει να θεωρούμε πολύτιμες.
Το μνημείο του υπουργείου Εθνικής Aμυνας δεν είναι το μόνο μέρος όπου τα θύματα του Εμφυλίου Πολέμου στερούνται επίσημης αναγνώρισης. Στις 29 Σεπτεμβρίου, περίπου 40 άνδρες και γυναίκες θα συγκεντρωθούν γύρω από ένα μικρό, μαρμάρινο μνημείο σε έναν λόφο έξω από το χωριό Τσαμαντάς, στους πρόποδες της Μουργκάνας, η κορυφή της οποίας σηματοδοτεί τα σύνορα με την Αλβανία. Θα συναντηθούν εκεί για να τιμήσουν τη μνήμη 120 Ελλήνων στρατιωτών που πιάστηκαν αιχμάλωτοι και αργότερα εκτελέστηκαν από κομμουνιστές αντάρτες, την άνοιξη του 1948.
Τα θύματα ήταν Eλληνες στρατιώτες, έφηβοι και εικοσάρηδες, που επιστρατεύτηκαν για να υπερασπιστούν τη δημοκρατία, ενώ οι εκτελεστές τους ήταν αντάρτες αποφασισμένοι να την αντικαταστήσουν με μια δικτατορία. Ωστόσο, δεν θα υπάρξουν ούτε κυβερνητικοί αξιωματούχοι, ούτε ομιλίες, ούτε δημοσιογράφοι, ούτε ποιητές για να τιμήσουν τη θυσία τους, όπως γίνεται κάθε χρόνο στη Μακρόνησο, όπου μνημονεύονται οι συμπαθούντες τους κομμουνιστές που φυλακίστηκαν εκεί κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.
Οι αιχμάλωτοι στρατιώτες δεν ήταν τα μόνα θύματα της κομμουνιστικής τρομοκρατίας που σάρωσε τα βουνά της Μουργκάνας το 1948. Σε όλα τα χωριά κατά μήκος των πλαγιών της Μουργκάνας, οι κομμουνιστές αντάρτες που τα κατέλαβαν εκτέλεσαν 5 έως 8 άτομα – απλούς άνδρες και γυναίκες που πάλευαν μια ζωή να επιβιώσουν στα σκληροτράχηλα αυτά εδάφη. Μια γυναίκα, η Oλγα Μπουρδούκη από το χωριό Κωστάνα, την οποία οι Γερμανοί είχαν στείλει στο Νταχάου, επέζησε από αυτή τη φρίκη και επέστρεψε στο χωριό της, για να καταλήξει να εκτελεστεί από τους συμπατριώτες της.
Η Ελλάδα έχει δημιουργήσει μια διαφορετική πραγματικότητα σε σχέση με άλλες χώρες, των οποίων οι δημοκρατίες έχουν δεχτεί ένοπλες επιθέσεις. Eχει επιλέξει να αγνοήσει, και προσπαθεί να ξεχάσει εντελώς, εκείνους που θυσίασαν τη ζωή τους για να διασφαλίσουν τη δημοκρατία κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, και αντ’ αυτού προσπαθεί να αναγνωρίσει και να τιμήσει εκείνους που προσπάθησαν να την καταστρέψουν.
Υπάρχει ένα μουσείο στην Αθήνα που παρουσιάζει τα δεινά όσων φυλακίστηκαν στη Μακρόνησο κατά τη διάρκεια του πολέμου. Πού είναι όμως το μουσείο για τα αμέτρητα θύματα της κομμουνιστικής τρομοκρατίας στα βουνά της Ηπείρου και της Μακεδονίας;
Κάθε χρόνο, στις 17 Νοεμβρίου, γίνονται στην Ελλάδα διαδηλώσεις κατά του στρατιωτικού καθεστώτος που κυβέρνησε τη χώρα από το 1967 έως το 1974. Κατανοώ τη διαρκή δυσαρέσκεια κατά της χούντας. Μάλιστα, έγραψα περισσότερα άρθρα κατά του καθεστώτος σε αμερικανικές εφημερίδες από οποιονδήποτε άλλο δημοσιογράφο στις Ηνωμένες Πολιτείες εκείνη την εποχή, γιατί πάντα πίστευα ότι ο λαός που γέννησε τη δημοκρατία θα πρέπει να αποστρέφεται κάθε μορφή δικτατορίας. Αλλά πού είναι οι διαδηλώσεις εναντίον εκείνων που πολέμησαν για να επιβάλουν μια σταλινική δικτατορία στην Ελλάδα και σκότωσαν χιλιάδες δικούς τους ανθρώπους στην πορεία;
Δίπλα στην αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα υπάρχει ένας δρόμος που φέρει το όνομα του Πέτρου Κόκκαλη, του κύριου υπεύθυνου, ως υπουργού της Κυβέρνησης του Βουνού, για το παιδομάζωμα που έφερε ανείπωτη δυστυχία σε πολλές οικογένειες.
Η μητέρα μου, η Ελένη Γκατζογιάννη, εκτελέστηκε επειδή αψήφησε αυτή την πολιτική στέλνοντας τα παιδιά της εκτός της εμβέλειάς του. Υπάρχει κάποιος δρόμος στην Αθήνα που να φέρει το όνομά της;
Ωστόσο, δεν ζητώ αυτό από τον δήμαρχο της Αθήνας. Η Ελένη Γκατζογιάννη δεν χρειάζεται ούτε δρόμο, ούτε άγαλμα, ούτε μνημείο. Μνημείο είναι το βιβλίο που φέρει το όνομά της. Και αυτό αρκεί. Είναι ένα φορητό μνημείο που καταγράφει τη ζωή και το μαρτύριό της, καθώς και τον θάνατο και την καταστροφή που προκάλεσαν οι Ελληνες κομμουνιστές στη χώρα μας από το 1946 έως το 1949.
Τι γίνεται όμως με τους χιλιάδες στρατιώτες και πολίτες που έχασαν τη ζωή τους για να σώσουν την Ελλάδα από το να γίνει άλλη μία σταλινική δικτατορία όπως οι βόρειοι γείτονές της; Ποιος τιμά τη θυσία τους; Κανένας από τους εκπροσώπους του ελληνικού κράτους, σίγουρα.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης παρέστη σε τελετή στη Νορμανδία στις 6 Ιουνίου για να τιμήσει τους πεσόντες στη συμμαχική απόβαση, η οποία είχε ως στόχο την απελευθέρωση της Ευρώπης από τον ναζιστικό φασισμό το 1944, και δικαίως. Ποιος Ελληνας κυβερνητικός αξιωματούχος, πόσο μάλλον πρωθυπουργός, έχει πάει στον Γράμμο, στο Βίτσι ή στη Μουργκάνα για να τιμήσει τους συμπατριώτες του που έχασαν τη ζωή τους πολεμώντας τους σταλινικούς στα βουνά της χώρας τους; Θυσίασαν τη ζωή τους για την υπεράσπιση της ελευθερίας, όπως ακριβώς και όσοι έπεσαν στην παραλία Ομάχα της Νορμανδίας. Δεν θα έπρεπε το ελληνικό κράτος να τιμήσει τη θυσία τους;
Η δικαιολογία για την έλλειψη αναγνώρισης όσων έχασαν τη ζωή τους πολεμώντας την κομμουνιστική εξέγερση στην Ελλάδα είναι ότι δεν πρέπει να ανοίξουμε παλιές πληγές και να αναβιώσουμε τις εχθρότητες που μας χωρίζουν. Ο Ελί Βιζέλ αντιμετώπιζε παρόμοια επιχειρήματα από όσους ήθελαν να ξεχαστεί το Ολοκαύτωμα. Η απάντησή του είναι και η δική μου σε όσους θέλουν να ξεχάσουν την κομμουνιστική τρομοκρατία του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου. «Εάν ξεχάσουμε, είμαστε ένοχοι, είμαστε συνένοχοι», είπε στην ομιλία του κατά την παραλαβή του Νομπέλ Ειρήνης. «Δεν μπορέσαμε να αποτρέψουμε τον θάνατό τους την πρώτη φορά, αλλά εάν τους ξεχάσουμε, θα είναι σαν να τους σκοτώνουμε για δεύτερη φορά. Και αυτή τη φορά, η ευθύνη θα είναι δική μας».
Πηγή: kathimerini.gr