Του Γιάννη Ρούντου*
Διάβασα πρόσφατα τα πορίσματα έκθεσης για τον δείκτη European Skills Index (2024) / CEDEFOR (https://www.cedefop.europa.eu/en/tools/european-skills-index), που μετρά τον βαθμό επάρκειας των δεξιοτήτων που ζητεί η οικονομία στα ευρωπαϊκά κράτη, σε “ένα απαιτητικό οικονομικό περιβάλλον” – δηλαδή με κριτήρια συνεισφοράς στην ανταγωνιστική απόδοση. Στη σειρά κατάταξης, η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη (από το τέλος) χειρότερη θέση, “με τον κλάδο της εφοδιαστικής να αντιμετωπίζει μάλλον ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες”. Αν απομονώσουμε αυτόν τον δείκτη, εύκολα θα πρέπει να ανησυχούμε σφόδρα για την ελληνική κατάσταση.
Μήπως, όμως, η κοινωνική ευημερία προαπαιτεί μια πιο σύνθετη προσέγγιση τόσο της αναγκαιότητας όσο και των τρόπων εργασίας, που αποδίδει εν τέλει και την ιδιαίτερη αξία στην ταυτότητα των τοπικών εργασιακών δεδομένων και ιδεωδών συνθηκών ηθικά και πρακτικά;
Η εργασία δεν είναι αυτοσκοπός, όπως εννοείται όταν προβάλλεται μονοδιάστατα στο επίπεδο των (απαραιτήτων, ναι) δεξιοτήτων για “παραγωγικότητα”. Είναι ένα κοινωνικά πολιτιστικό φαινόμενο, που προσιδιάζει στα χαρακτηριστικά ισορροπίας κάθε τοπικής κοινωνίας. Με την αμφιλεγόμενη ερμηνεία περί “αξιοκρατίας-αριστείας” (αξίζει, πιστεύω, μια ανώτερου επιπέδου ένταξη σε μια πιο σφαιρική υπαρξιακά θεώρηση) και τη συνεπάγωγη “επιλεκτικότητα”, αγνοείται εν πολλοίς η πιο σημαντική παράμετρος για έναν εργαζόμενο: αυτή της κοινωνικοποίησης, αναγνώρισης και ενσωμάτωσης μέσω της εργασίας, με άλλα λόγια η παράμετρος των αναγκαιοτήτων για κοινωνική-εργασιακή Ειρήνη και Δικαιοσύνη.
Ας μην εργαλειοποιούμε την εργασία ακυρώνοντας προσωπικότητες ανθρώπων, διότι θα μας καταπιεί μονομερώς το Artificial Intelligence (AI) και χωρίς διαπραγμάτευση – με παθητική αποδοχή της φοράς των πραγμάτων. Η τεχνητή νοημοσύνη -που εκ των προτέρων δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή ως τεχνολογική κατάκτηση- έρχεται μετασχηματιστικά και μάλιστα πολύ επιθετικά για θέσεις εργασίας, τουλάχιστον στον τομέα των υπηρεσιών (παρά τις παρηγορητικές θεωρίες περί χρήσης της: ο πατέρας της ρομποτικής Μίνσκι έλεγε πως ο κίνδυνος να καταλήξουν οι άνθρωποι “κατοικίδια” των ρομπότ, είναι μεγάλος).
Σε κάθε εποχή, στην εργασιακή χρησιμοθηρία ελλοχεύει ένας κίνδυνος κοινωνικού αποκλεισμού, μάλιστα με τη ένοχη στήριξη -ή αφελώς έστω- θεωριών περί “ίσων ευκαιριών”. Σε ποιά κατάσταση βρίσκεται η εργασία στη χώρα μας, στο ζήτημα της συμπεριληπτικότητας για παράδειγμα, ανεξαρτήτως δεξιοτήτων;
Μήπως η καλύτερη και πιο δίκαιη κοινωνικά κατανομή του αγαθού της εργασίας (που δεν είναι καταλυτική μόνο για την οικονομική μόχλευση) σε προτεραιότητα, αντί της ξέφρενης “ανάπτυξης” που μεγαλώνει ταυτόχρονα και ανισότητες, χρειάζεται να απασχολεί τον προβληματισμό μας για έναν καλύτερο κόσμο; Πόσο απασχολεί αυτή η πιθανότητα τους/τις ενθουσιώδεις “καινοτόμους” διαχειριστές HR στο ανθρωπιστικό επίπεδο; Χωρούν προβληματισμοί έξω και πέρα από τη διαπίστωση τεχνικών “προκλήσεων και ευκαιριών” που αξιοποιεί η εκπαίδευση και διαχείριση; Γνωρίζω πολλές “πρωτοπόρες” εταιρείες που στις διαδικασίες τους -τις οποίες τηρούν με ευλαβική προσήλωση και χωρίς παρέκκλιση από τους τύπους- δεν αφήνουν περιθώρια ευελιξίας και αναλόγων προβληματισμών που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την αυτοπραγμάτωση των εργαζομένων, δίνοντας χώρο στην εκπλήρωση προσδοκιών τους και τροφοδοτώντας το αίσθημα πληρότητας που επιζητούν.
👉 Γιατί εντείνονται, πολεμικά σχεδόν, οι αντιθέσεις και μεγαλώνουν οι αποστάσεις μεταξύ γενεών και εργασιακά, με τον κίνδυνο ή τις συγκρουσιακές συνέπειες της ασυνέχειας στη μετάβαση;
👉 Είναι η εργασία μια οριζόντια συνομοταξιακή υπόθεση παραγωγής ή έχει και κυμαινόμενες υπαρξιακές διαστάσεις βάθους ατομικά και συλλογικά – και με ποιό σκοπό;
👉 Είναι η εργασία στη μεγάλη εικόνα της ένα κριτήριο ποιότητας ζωής, ακμής ή παρακμής του πολιτισμού μας που υπερβαίνει την αγορά και την κατανάλωση;
Εκτιμώ ότι κριτήρια ανθρωπιστικά ή ιδιότητες όπως π.χ. η “ενσυναίσθηση” στην πράξη δίνουν απλώς, σε αρκετές περιπτώσεις, ένα επικοινωνιακό άλλοθι στο επιχειρηματικό αφήγημα.
Έχω την πεποίθηση πως χρειάζεται στην αναζήτηση απαντήσεων το αίσθημα ότι ο βιωματικός χρόνος του είδους μας, μολονότι αντέχει μέχρις ορίου επιταχύνσεις για να διεκδικεί εμπειρίες, είναι κρίσιμος στο διακύβευμα του περιεχομένου νοήματος: “προς τί;” μέσα στον φευγαλέα περιορισμένο κύκλο ζωής κάθε γενιάς, κάθε ατόμου. Σε μια εποχή μάλιστα, κατά την οποία διευρύνεται -στην επιφάνεια των πραγμάτων τουλάχιστον- η αναφορά στο S (Social) των ESG στις επιχειρήσεις… Τροφή για περίσκεψη.
*Ο Γιάννης Ρούντος διετέλεσε στέλεχος επί 40ετία στην επιχειρηματική κοινότητα σε θέσεις διευθυντικής ευθύνης, με αξιοσημείωτο δημιουργικό έργο στην Επικοινωνία και διοικητικό έργο στους τομείς για τις Εταιρικές Υποθέσεις & Σχέσεις, τη Δημόσια Εικόνα και την Εταιρική Ευθύνη & Βιώσιμη Ανάπτυξη στην ασφαλιστική αγορά (1994-2021 στην Interamerican). Μετά την ολοκλήρωση της επαγγελματικής διαδρομής του δραστηριοποιείται σε θέματα για τον Πολιτισμό και τη Βιωσιμότητα ως σύμβουλος και πρεσβευτής ιδεών και και καλών πρακτικών.