Σε ειδική τελετή παρουσία της Πρόεδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου, υπουργών, υφυπουργών, κ.λπ. αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ο πρώην υπηρεσιακός Πρωθυπουργός, τέως αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Παναγιώτης Πικραμμένος.
Η αναγόρευση έγινε στη Μεγάλη Αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών Η τελετή ξεκίνησε με την προσφώνηση του Πρύτανη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητή Γεράσιμου Σιάσου, ενώ χαιρετισμό απηύθυνε ο υπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Κυριάκος Πιερρακάκης.
Ακόμη, η παρουσίαση του έργου και της προσωπικότητας του Παναγιώτη Πικραμμένου έγινε από τον καθηγητή Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιο Δελλή.
Ακολούθησε η αναγόρευση του κ. Πικραμμένου και η ανάγνωση του ψηφίσματος της αναγόρευσης και του διδακτορικού διπλώματος από τον κοσμήτορα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητή Κωνσταντίνο Χριστοδούλου και επιδόθηκε τιμητικό μετάλλιο στον κ. Πικραμμένο από τον κ. Σιάσο, ενώ θα ακολούθησε η ομιλία του τιμωμένου.
Κατά την ομιλία του ο κ. Πικραμμένος έθεσε το ρητορικό ερώτημα, εάν έχει “πολιτικό” ρόλο το Συμβούλιο της Επικρατείας και απάντησε ο ίδιος: «Η απάντηση μου είναι καταφατική. Ναι έχει! Να διευκρινίσω όμως τι εννοώ όταν λέω “πολιτικό” ρόλο. Θεωρώ λοιπόν ότι ασκεί “πολιτικό” ρόλο κάθε όργανο ή θεσμός, ο οποίος έχει την δυνατότητα να ασκήσει επιρροή σε αποφάσεις που λαμβάνονται σε κυβερνητικό επίπεδο και που επηρεάζουν το κοινωνικό σύνολο ή μέρος αυτού. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται βέβαια ότι ο δικαστής δεσμεύεται από το πραγματικό και από τον κανόνα δικαίου και ότι δεν έχει ευχέρεια επιλογών αφού είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει αυτό που του υπαγορεύει ο νόμος. Είναι όμως έτσι ακριβώς τα πράγματα; Στην πραγματικότητα ο δικαστής έχει ευχέρεια τόσο στην αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών όσο και κατά την εφαρμογή του κανόνα δικαίου. Ο δικαστής ερμηνεύει τον νόμο (και η ερμηνεία αυτή δεν είναι στατική) ή και συμπληρώνει τα κενά του νόμου. Μπορεί επίσης να δημιουργήσει νομολογιακούς κανόνες (η νομολογία ως πηγή δικαίου). Υπάρχουν λοιπόν αρκετά περιθώρια για τον δικαστή κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου».
Παράλληλα, ο κ. Πικραμμένος, ανέφερε: «Πάμε τώρα ειδικότερα στον διοικητικό δικαστή και σε αυτόν του Συμβουλίου της Επικρατείας. Από τη στιγμή που η πολιτική εξουσία υπήχθη οικειοθελώς στον έλεγχο των διοικητικών πράξεων που εκδίδει, πιστεύω ότι ο ρόλος του δικαστή εισχωρεί αυτόματα στο πεδίο της πολιτικής. Εφόσον ο διοικητικός δικαστής έχει την εξουσία να κρίνει τις σχέσεις μεταξύ Διοικήσεως και διοικουμένων, οι αποφάσεις του ασκούν εκ των πραγμάτων επιρροή στο πολιτικό πεδίο. Ο διοικητικός δικαστής είναι ο δικαστής της Διοικήσεως. Όμως, η διοικητική δράση είναι ένα από τα μέσα – το κυριότερο ίσως – υλοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής.
Έτσι, και μόνο από το γεγονός ότι έχει την εξουσία να ακυρώσει τις διοικητικές πράξεις, πιστεύω ότι ο δικαστής έχει, εντέλει, έναν “πολιτικό” ρόλο. Ο ρόλος αυτός γίνεται ακόμη πιο έντονος εφόσον δεχθούμε – και έτσι συμβαίνει στην πραγματικότητα – ότι πολλές φορές, ερμηνεύοντας κυρίως το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος, σύμφωνα με τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες, ο δικαστής διαπλάθει και θέτει ο ίδιος τον κανόνα δικαίου στο οποίο θα υπαχθεί η δράση της Διοικήσεως. Θα έλεγα λοιπόν ότι διαπλάθοντας τον κανόνα δικαίου στον οποίο πρέπει να υπαχθεί η δράση της Διοικήσεως, ο δικαστής αναλαμβάνει, κατά κάποιον τρόπο, να την καθοδηγεί, εκφράζοντας με την απόφαση του μία “πολιτική” επιλογή, τα στοιχεία της οποίας προσδιορίζει. Αλλά ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο δικαστής που δεν περιορίζεται, όπως προαναφέρθηκε, σε στενό έλεγχο της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, αλλά πολλές φορές επεκτείνεται και σε έλεγχο προσφορότητας, βάσει των κοινωνικών συνθηκών, της κοινής λογικής, αλλά και (αναπόφευκτα) των δικών του προσωπικών αντιλήψεων;
Είναι ο δικαστής που έχει ως αποστολή την διαφύλαξη της νομιμότητας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, τα οποία κατά καιρούς εκλογικεύει με την νομολογία του. Μετά λοιπόν από όσα προανέφερα, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο διοικητικός δικαστής, ασκώντας τις αρμοδιότητες του, ασκεί καθαρά πολιτική και ως εκ τούτου παραβιάζει την διάκριση των εξουσιών; Η απάντηση μου είναι σαφώς αρνητική! Ο δικαστής πρέπει πάντα να δίνει λύσεις που δεν ξεφεύγουν από την νομιμότητα. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να επιλύει κοινωνικά και άλλα προβλήματα, χωρίς να εμποδίζει την δράση της Διοικήσεως, αλλά να την εκλογικεύει. Αυτά ισχύουν ιδιαίτερα σε περιόδους έντονων πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων και αναταραχών, όπου το κοινωνικό συμβόλαιο κινδυνεύει να διαρραγεί. Στις οριακές αυτές περιπτώσεις αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο ο εξισορροπητικός ρόλος του δικαστή. Γι’ αυτό πιστεύω ότι ο δικαστής, ιδιαίτερα του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρέπει πέραν από τις νομικές γνώσεις να έχει ευρύτητα πνεύματος και αντίληψη των προκλήσεων και προβλημάτων της σύγχρονης εποχής».
Πηγή: lifo.gr