Γεωπολιτική δυναμική και σύγχρονες κοινωνίες υψηλής διακινδύνευσης… Του Χρίστου Αλεξόπουλου

36

Του Χρίστου Αλεξόπουλου

Στην Διάσκεψη για την Ασφάλεια (Münchner Sicherheitskonferenz) στο Μόναχο από 14 έως 16 Φεβρουαρίου 2025 έγινε εμφανές, ότι η ασφάλεια στις σύγχρονες κοινωνίες εξαντλείται στο γεωπολιτικό πεδίο και στις συνθήκες, που διαμορφώνει η ισχύς των κρατών τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο στις μεταξύ τους σχέσεις.

Όμως δεν συνυπολογίζεται ο υψηλός βαθμός διακινδύνευσης, που παράγεται από την δραστηριοποίηση των κοινωνιών στους διάφορους τομείς, όπως είναι η υπερθέρμανση του πλανήτη λόγω της χρήσης ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ενέργειας ή η ρύπανση του περιβάλλοντος και της ατμόσφαιρας με πολύ αρνητικές παρενέργειες στην ανθρώπινη υγεία και γενικότερα στην ζωή.

Σύμφωνα μάλιστα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (International Energy Agency) η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2027 θα αυξάνεται κατά 4% ετησίως. Αυτό οφείλεται κυρίως στις αναδυόμενες οικονομίες και στην άνοδο της κατανάλωσης στην βιομηχανική παραγωγή. Στην Κίνα η αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας το 2024 ήταν 7% και μέχρι το 2027 θα αυξάνεται κατά 6% ετησίως.

Ιδιαιτέρως στην φετινή Διάσκεψη για την Ασφάλεια προκάλεσε μεγάλη ανησυχία και προβληματισμό η ομιλία του αμερικανού αντιπροέδρου J. D. Vance. Δεν αναφέρθηκε, όπως αναμενόταν, στο πως θα τερματισθεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και στην ανάγκη τα ευρωπαϊκά κράτη να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες. Αντί για αυτό έκανε σκληρή επίθεση στους ευρωπαίους και «εκτόξευσε» κατηγορίες, ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις υποχωρούν από τις αξίες τους και δεν δίνουν σημασία στις ανησυχίες των πολιτών σε σχέση με την μετανάστευση και την ελευθερία του λόγου (υπονοώντας την γερμανική κυβέρνηση και την στάση της απέναντι στο ακροδεξιό κόμμα Alternative für Deutschland, AfD).

Συμπληρωματικά σε αυτές τις απόψεις λειτουργεί και η τοποθέτηση του Pete Hegseth, υπουργού άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, ότι η επιστροφή στις συνθήκες, που ίσχυαν πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ως προς τα ουκρανικά εδάφη, είναι «μη ρεαλιστική». Η αμερικανική κυβέρνηση δεν εγκρίνει επίσης την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Με αυτές τις τοποθετήσεις ουσιαστικά δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για διατλαντική κρίση.

Ο Olaf Scholz, γερμανός καγκελάριος, αφού δήλωσε, ότι παραμένει προσηλωμένος στην συμμαχία του ΝΑΤΟ, τόνισε, ότι «χρειαζόμαστε μια ισχυρή βιομηχανία όπλων, με μόνιμη παραγωγή των πιο σημαντικών τύπων πυρομαχικών και όπλων στην Ευρώπη. Ταυτοχρόνως λέω, ότι δεν θα εγκαταλείψουμε την διατλαντική ενοποίηση των αμυντικών μας βιομηχανιών και θα συνεχίσουμε να αγοράζουμε νέο αμερικανικό στρατιωτικό εξοπλισμό στο μέλλον».

Επίσης μετά από πρόσκληση του Γάλλου προέδρου Emmanuel Macron συναντήθηκαν στο Παρίσι (17.2.2025) οι πολιτικές ηγεσίες 7 ευρωπαϊκών κρατών (Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Ολλανδία, Πολωνία και Δανία) και εκπρόσωποι από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.

Στην συνάντηση συζητήθηκαν η απάντηση της Ευρώπης στην απόφαση του αμερικανού προέδρου να αρχίσει συνομιλίες με την Ρωσία για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία και τις απαιτήσεις του Donald Trump να παρέχει η Ευρώπη «εγγυήσεις ασφαλείας» στην Ουκρανία. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Antonio Costa δήλωσε στην εφημερίδα Financial Times (17.2.2025), ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις με την Ρωσία για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία και για να διαμορφωθεί η «μελλοντική αρχιτεκτονική ασφάλειας» στην Ευρώπη.

Η συνάντηση ολοκληρώθηκε χωρίς κοινό ανακοινωθέν. Οι δηλώσεις των ηγετών ήταν γενικόλογες και χωρίς προοπτική. Ενδιαφέρον έχει η δήλωση του πολωνού πρωθυπουργού Donald Tusk, ότι η Ευρώπη συνειδητοποιεί, ότι οι σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής εισέρχονται σε «νέα φάση». Ο Emmanuel Macron έκανε τηλεδιάσκεψη και με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και τον Καναδά.

Το θέμα όμως είναι, εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη, που την συνθέτουν, αντιλαμβάνονται τι σημαίνει «νέα φάση». Από την ακολουθούμενη στάση και τις δηλώσεις των ευρωπαίων αξιωματούχων δεν φαίνεται, ότι συνειδητοποιούν την αρνητική προοπτική της μέχρι τώρα γεωπολιτικής διαχείρισης της πραγματικότητας από την παγκόσμια κοινότητα και ιδιαιτέρως το ανεπτυγμένο της κομμάτι, στο οποίο βρίσκεται και η Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως τα ισχυρά κράτη μέλη της.

Η «νέα φάση» δεν είναι καθόλου νέα. Απλά δυο ισχυρές γεωπολιτικές δυνάμεις, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και Ρωσία, ουσιαστικά ακολουθώντας την ίδια στρατηγική της ισχύος, κυρίως στον στρατιωτικό τομέα, επιχειρούν να ευθυγραμμίσουν την γεωπολιτική τους δραστηριοποίηση με την προώθηση της μεταξύ τους συνεργασίας για την διεύρυνση της οικονομικής τους ισχύος και ευημερίας επιβαρύνοντας τις άλλες κοινωνίες.

Αυτό γίνεται εμφανές, αν συνυπολογισθούν το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων ΗΠΑ και Ρωσίας στην Σαουδική Αραβία και η στάση του αμερικανού προέδρου σε σχέση με την Λωρίδα της Γάζας και τον παλαιστινιακό λαό.

Στην συνάντηση, που είχαν οι αξιωματούχοι των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και της Ρωσίας στην Σαουδική Αραβία, ο Kirill Alexandrevich Dmitriev, επικεφαλής του κρατικού Ρωσικού Ταμείου Άμεσων Επενδύσεων (Russian Direct Investment Fund, RDIF) δήλωσε, ότι «Είχαμε περισσότερο μια γενική συζήτηση, ίσως για κοινά έργα στην Αρκτική». Επεσήμανε δε «Δεν θα ήθελα να έχω μη ρεαλιστικές προσδοκίες για την διαδικασία, που θα ακολουθήσει, αλλά νομίζω, ότι οι κοινές επενδύσεις Ρωσίας και ΗΠΑ είναι πλέον πιθανές μετά από αυτή την συνάντηση από ό,τι στο παρελθόν».

Επίσης ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής φτάνει στο σημείο να μην έχει πρόβλημα, ακόμη και εάν η χώρα του συμβάλλει στην γενοκτονία των Παλαιστινίων. Ο Ayman Mhanna, εκτελεστικός διευθυντής του «Ιδρύματος για την Ελευθερία της Έκφρασης Samir Kassir» με έδρα την Βηρυτό, δήλωσε στο Βήμα «Πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη τις απειλές του αμερικανού προέδρου Donald Trump, ο οποίος απαιτεί δια μιας απελευθέρωση όλων των ομήρων και εκτοπισμό των Παλαιστινίων από την Λωρίδα».

«Έχει αποδείξει, ότι μπορεί και εξαναγκάζει για να πετύχει τους στόχους του» και «το γεγονός, ότι ο πρόεδρος μιας από τις πιο ισχυρές δημοκρατίες διασκεδάζει με την ιδέα της βίαιης μετακίνησης ολόκληρου του πληθυσμού μιας περιοχής, αποτελεί φρίκη. Συγχρόνως δείχνει το μέγεθος της περιφρόνησης του Donald Trump για αξίες, που σχετίζονται με την δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου».

Το μόνο, που μπορεί να προσθέσει κάποιος σε αυτές τις παρατηρήσεις, είναι η «σιγή ιχθύος» της Ρωσίας και η ανάλογη στάση του προέδρου της στην περίπτωση της Ουκρανίας (εκατομμύρια Ουκρανοί κατέφυγαν στην προσφυγιά σε άλλες χώρες), αν και η ουκρανική πλευρά δεν σεβάσθηκε ρυθμίσεις, που υπέγραψε στο παρελθόν για περιοχές αυτής της χώρας με ρωσόφωνους κατοίκους.

Ανάλογο ρόλο, όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία, ως προς την διαχείριση της γεωπολιτικής δυναμικής φαίνεται να επιδιώκει και η Κίνα με την επέκταση της επιρροής της στο νότιο Ειρηνικό Ωκεανό, η οποία προχώρησε σε στρατηγική συνεργασία με τις Νήσους Κουκ με την υπογραφή συμφωνίας για μια «ολοκληρωμένη στρατηγική εταιρική σχέση, η οποία παρέχει πλαίσιο συνεργασίας σε τομείς, όπως το εμπόριο, οι επενδύσεις, οι υποδομές και οι μεταφορές.

Τα νησιά Κουκ είναι μια χώρα με 17.000 κατοίκους. Από το 1888 έως το 1900 ήταν βρετανικό προτεκτοράτο και μετά ανήκαν στη Νέα Ζηλανδία, ενώ το 1965 απέκτησαν την ανεξαρτησία τους.

Η Κίνα ακολουθεί πολιτική επέκτασης της επιρροής της στην περιοχή του Ειρηνικού αμφισβητώντας την κυριαρχία της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Ουσιαστικά με την γενικότερη λειτουργία της στο γεωπολιτικό πεδίο σταδιακά αναλαμβάνει επίσης ηγετικό ρόλο στην οικοδόμηση της γεωπολιτικής δυναμικής.

Οι κίνδυνοι όμως για μια ασφαλή πορεία των κοινωνιών της παγκόσμιας κοινότητας προς το μέλλον υπερβαίνουν τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς. Οι εκτιμήσεις επιστημονικών φορέων για την ζωή πάνω στη γη το 2100 είναι αποκαλυπτικές των μη βιώσιμων συνθηκών, που θα διαμορφωθούν. Παράλληλα γίνεται εμφανές, ότι άμεσα πρέπει να σχεδιασθεί και να ενεργοποιηθεί σε πλανητικό επίπεδο ένα σύστημα ασφαλείας λειτουργικό για την βιωσιμότητα της ανθρωπότητας σε συνθήκες ειρήνης χωρίς εκμετάλλευση των αδύναμων από τις ισχυρές χώρες.

Συγκεκριμένα η καθηγήτρια στο University College στο Λονδίνο κλιματολόγος Julienne Stroeve δήλωσε στην Daily Mail, ότι «οι μεγαλύτερες επιπτώσεις, που επηρεάζουν όλους τους ανθρώπους, είναι η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και οι αλλαγές στα ακραία καιρικά φαινόμενα. Όλα αυτά θα αυξηθούν μέσα στον αιώνα, αν δεν κάνουμε κάτι για να μειώσουμε τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου».

Επίσης σύμφωνα με την Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Intergovernmental Panel on Climate Change, IPCC) η εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου θα προκαλέσει εκτεταμένες ξηρασίες με καταστροφικές επιπτώσεις υπαρξιακών διαστάσεων. Ήδη 2,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι, που ζουν σε άνυδρες περιοχές, απειλούνται. Εάν δεν ληφθούν μέτρα, το 2100 θα απειλούνται 5 δισεκατομμύρια.

Ακόμη αν συνεχισθούν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και αυξάνονται, τότε η παγκόσμια στάθμη της θάλασσας θα μπορούσε να ανυψωθεί κατά 1,9 μέτρα (Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Nanyang στην Σιγκαπούρη) με καταστροφικές επιπτώσεις σε νησιά και γενικότερα σε παραλιακές περιοχές. Επίσης η συχνότητα των ακραίων πυρκαγιών προβλέπεται να αυξηθεί κατά 14% έως το 2030, κατά 30% έως το 2050 και κατά 50% έως το τέλος του αιώνα.

Τέλος έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο Nature Climate, διαπιστώνει, ότι αν συνεχισθεί η κλιματική αλλαγή, η ατμοσφαιρική ρύπανση θα προκαλέσει επιπλέον 60.000 θανάτους παγκοσμίως έως το 2030 και 260.000 θανάτους έως το 2100.

Αυτές οι συνθήκες στην προοπτική του χρόνου όχι μόνο απειλούν την ασφάλεια των κοινωνιών, που συνθέτουν την παγκόσμια κοινότητα, αλλά δρομολογούν κινδύνους υπαρξιακών διαστάσεων, ενώ παράλληλα διευρύνουν τα όρια της, τα οποία πλέον υπερβαίνουν την γεωπολιτική δυναμική και άπτονται της βιωσιμότητας της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτή η προοπτική επιβάλλει τον επαναπροσδιορισμό του περιεχομένου του παγκόσμιου συστήματος ασφαλείας και την άμεση και ριζική  απαλλαγή από την οπτική των γεωπολιτικών ανταγωνισμών.

Σε αυτό το πλαίσιο η «τορπίλη» του Donald Trump στο ΝΑΤΟ για την αντιμετώπιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως θεατή της διαμόρφωσης των γεωπολιτικών συνθηκών, όπως είναι η διαχείριση του πολέμου στην Ουκρανία, θα μπορούσε να λειτουργήσει στην Ευρώπη ως αφετηρία για τον σχεδιασμό και την προώθηση ενός σύγχρονου συστήματος ασφαλείας σε πλανητικό επίπεδο, το οποίο διασφαλίζει τόσο την ειρήνη όσο και την βιωσιμότητα της ανθρώπινης οντότητας και της βιοποικιλότητας, χωρίς να αποδυναμώσει την αμυντική της επάρκεια μέχρι την παγίωση αυτής της νέας οπτικής.

Αυτό είναι πλέον ζωτικής σημασίας ανάγκη, αν ληφθεί υπόψη η συμφωνία ΗΠΑ και Ουκρανίας για την κοινή εκμετάλλευση των ουκρανικών ορυκτών φυσικών πόρων. Η αναπληρώτρια πρωθυπουργός και υπουργός Δικαιοσύνης της Ουκρανίας Olha Stefanishyna δήλωσε στους Financial Times, ότι η συμφωνία με τις ΗΠΑ για την εκμετάλλευση των ορυκτών φυσικών πόρων της χώρας της αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής συνεργασίας.

Η συμφωνία προβλέπει την δημιουργία ενός επενδυτικού ταμείου, στο οποίο η Ουκρανία θα συνεισφέρει το 50% των εσόδων από την εκμετάλλευση των κρατικών ορυκτών πόρων, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Δεν υπάρχουν εγγυήσεις ασφάλειας από τις ΗΠΑ, ενώ το ποσοστό συμμετοχής των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής στο Ταμείο και οι όροι της «συνιδιοκτησίας» των πόρων παραμένουν ανοιχτοί προς ρύθμιση. Η ισορροπία ΗΠΑ και Ρωσίας ως προς τα οφέλη, που διασφαλίζουν (εδαφικά για την Ρωσία και οικονομικά για τις ΗΠΑ) επετεύχθη.  

Αυτή η εξέλιξη δείχνει εμφατικά τον ευτελισμό της ανθρώπινης ζωής και την πλήρη αδιαφορία για τις πολύ αρνητικές παρενέργειες των ορυκτών φυσικών πόρων (ιδίως του πετρελαίου και του φυσικού αερίου) στην ποιότητα ζωής και την βιωσιμότητα στην προοπτική του χρόνου. Το ανθρώπινο και το κοινωνικό συμφέρον δεν έχουν αξιακό φορτίο πλέον στο επίπεδο της πολιτικής διαχείρισης της πραγματικότητας στην δυναμική προβολή της στο μέλλον.  

Το θέμα βέβαια είναι, αν το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα αντιλαμβάνεται τις νέες ανάγκες, που δημιουργεί η σύγχρονη δυναμική της εξέλιξης και μπορεί να συμβάλλει στην απαραίτητη πολιτική ενοποίηση και στην αυτόνομη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως γεωπολιτικής παραμέτρου με σημείο αναφοράς το ανθρώπινο και το κοινωνικό συμφέρον σε πλανητικό επίπεδο.

Ίσως θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αφετηρία για την «αλλαγή πλεύσης» στην Ευρώπη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου για την νεολαία, που πραγματοποιήθηκε από την Ipsos από 25 Σεπτεμβρίου έως 30 Οκτωβρίου 2024 στα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ με συνεντεύξεις μέσω διαδικτύου (Computer-Assisted Web Interviewing) σε δείγμα 25.863 νέων ηλικίας 16 έως 30 ετών (1.033 στην Ελλάδα και 514 στην Κύπρο), σύμφωνα με την οποία το ένα τρίτο των ερωτηθέντων πιστεύει, ότι η πολιτική της ΕΕ την επόμενη 5ετία θα πρέπει να επικεντρωθεί κυρίως στο περιβάλλον και στην κλιματική αλλαγή. Η ασφάλεια των κοινωνιών υπερβαίνει τα γεωπολιτικά όρια. Για την άμυνα και την ασφάλεια στο πλαίσιο της οπτικής της στρατιωτικής ισχύος το ποσοστό των νέων, που εξέφρασε ανησυχία, είναι 21%.

Το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα οφείλει να λάβει υπόψη του τις γενιές, που έρχονται και να οικοδομήσει την αναγκαία βιώσιμη προοπτική. Βέβαια αυτό προϋποθέτει και την συμπόρευση των πολιτών, διότι θα πρέπει να γίνουν βαθιές τομές στο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας, οι οποίες θα αλλάξουν τον τρόπο ζωής, ενώ παράλληλα θα έχουν οικονομικό κόστος.

Όμως η αυταπάτη της ταύτισης της ασφάλειας με τους εξοπλισμούς και τους πολέμους κοστίζει πολύ περισσότερο. Αρκεί να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις, όπως η αφαίρεση ανθρώπινων ζωών, η καταστροφή της χλωρίδας και της πανίδας, η παραγωγή σκουπιδιών, η ρύπανση της ατμόσφαιρας, η καταστροφή οικονομιών και υποδομών, τότε γίνεται εμφανές, ότι το πιο λειτουργικό εργαλείο για την επίλυση διαφορών είναι ο διάλογος και η αναζήτηση και επίτευξη λειτουργικών συμβιβασμών και συγκλίσεων.  

Η κοινωνία πολιτών τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες, που της αναλογούν για την προώθηση της αλλαγής τρόπου σκέψης και διαχείρισης της πραγματικότητας χωρίς καθυστερήσεις, διότι η δυναμική της εξέλιξης είναι ταχύτατη και μη επαρκώς ελεγχόμενη από το πολιτικό σύστημα, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του ανθρώπινου και του κοινωνικού συμφέροντος.

Πηγή: metarithmisi.gr