Γεωπολιτική και σχέδια λύσης του Κυπριακού

388

Του  Γιώργου Κέντα*   

«Οι γεωπολιτικές πραγματικότητες στα σχέδια λύσης του Κυπριακού» είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του Νίκου Χριστοδουλίδη, το οποίο κυκλοφόρησε το 2021. Είναι ένα σημαντικό βιβλίο, το οποίο κάνει συνεισφορά στη βιβλιογραφία του Κυπριακού. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρη,  με πρόλογο από τον Άγγελο Συρίγο, Αναπληρωτή Καθηγητή  Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το βιβλίο είχε δημοσιευτεί σε πρώτη έκδοση το 2009 από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με πρόλογο του Ευάνθη Χατζηβασιλείου, Επίκουρου Καθηγητή στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η εξάντλησή του οδήγησε σε δεύτερη, ανανεωμένη έκδοση.

Αφορμή για την πρώτη έκδοση του βιβλίου αποτέλεσε η εκλογή του Ν. Χριστοδουλίδη ως Λέκτορα στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου το 2009, στο πλαίσιο της οργάνωσης και διδασκαλίας ενός μαθήματος με τίτλο «Σχέδια Λύσης του Κυπριακού». Όπως διαπίστωσε ο συγγραφέας, ο μελετητής του Κυπριακού δεν είχε –έως και εκείνη τη χρονική στιγμή– στη διάθεση του ένα συγκροτημένο τόμο με τα σχέδια λύσης του Κυπριακού.

Η μόνη συστηματική προσπάθεια μελέτης, ανάλυσης και σχολιασμού των διαφόρων σχεδίων λύσης του Κυπριακού είχε γίνει στο παρελθόν (όπως σημειώνει κι ο συγγραφέας στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου του) από τον Τάσσο Παπαδόπουλο, με αρθρογραφία του στην εφημερίδα Κήρυκας τη δεκαετία του 1980. Τα κείμενα Παπαδόπουλου εκδόθηκαν το 2016 από τις εκδόσεις Πατάκη και το Κέντρο Μελετών Τάσσος Παπαδόπουλος. Στο δικό του βιβλίο, ο Χριστοδουλίδης μελέτησε και παρουσίασε τα σχέδια που προτάθηκαν από το 1948 μέχρι το 1978.

Ο συγγραφέας έκανε μια σοβαρή και συστηματική έρευνα πρωτογενούς υλικού, μελέτησε αρχειακό υλικό βρετανικών και αμερικάνικων πηγών και έλαβε υπόψη του τη σχετική βιβλιογραφία. Το αποτέλεσμα που παρουσιάζεται στα οκτώ κεφάλαια του βιβλίου είναι μεστό, αναλυτικό και περιεκτικό. Η μελέτη των σχεδίων λύσης του Κυπριακού σε μία περίοδο τριάντα ετών, βοηθά τον αναγνώστη να διαπιστώσει τις επιδράσεις και επιρροές που είχε το διεθνές και το περιφερειακό περιβάλλον στη διαμόρφωση του περιεχομένου των προνοιών των εκάστοτε σχεδίων.

Από την πλευρά του, ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι η κατανομή ισχύος, τα συμφέροντα και οι προτεραιότητες των μεγάλων δυνάμεων είχαν καθοριστική επίδραση στις αντιλήψεις των συντακτών των σχεδίων. Όπως επίσης, διαπιστώνεται ότι η βούληση και τα συμφέροντα των Κυπρίων είχαν πάντοτε δευτερεύουσα σημασία στην παραγωγή των σχεδίων αυτών. Ο συγγραφέας διαπιστώνει ακόμα ότι οι βασικές παράμετροι των σχεδίων –όσον αφορά τις κύριες πρόνοιες για διευθέτηση του Κυπριακού– επαναλαμβάνονται από σχέδιο σε σχέδιο ή/και αποτελούν τη θεμελιώδη φιλοσοφία σύνταξης του επόμενου σχεδίου, μέχρι και το σχέδιο Ανάν, όπως πρωτοπαρουσιάστηκε το 2002, καθώς και ο τρόπος που ολοκληρώθηκε το 2004.

Ένα χαρακτηριστικό της ποιότητας του βιβλίου είναι η διεπιστημονική μεθοδολογία που ακολουθεί ο συγγραφέας στην παρουσίαση των σχεδίων. Μελετά το κάθε σχέδιο στο πλαίσιο της ιστορικής, πολιτικής και γεωπολιτικής συγκυρίας που παρουσιάστηκε, αναλύει κύριες παραμέτρους τους, ενώ ταυτόχρονα λαμβάνει υπόψη τη λογική της συνέχειας της (ανα)παραγωγής τους στο πέρασμα του χρόνου. Πέρα από τα εργαλεία της ιστορίας, της πολιτικής επιστήμης, των διεθνών σχέσεων και της νομικής, ο συγγραφέας εξετάζει τα σχέδια σε ένα συγκριτικό πλαίσιο και με κριτική διάθεση.

Διαπιστώνει επίσης τη διαφοροποίηση του βασικού πλαισίου παραγωγής των σχεδίων σε τρεις περιόδους, κατά την αποικιοκρατία, κατά την περίοδο της ανεξαρτησίας και της εσωτερικής αστάθειας της δεκαετίας του 1960 και την περίοδο μετά την τουρκική εισβολή. Η κυριαρχία των «γεωπολιτικών πραγματικοτήτων», οδήγησε το συγγραφέα στην αναθεώρηση του τίτλου από την πρώτη έκδοση του βιβλίου του που ήταν «Τα σχέδια λύσης του Κυπριακού (1948-1978)».

Στην πρώτη έκδοση του βιβλίου του, ο Ν. Χριστοδουλίδης εισαγάγει το βιβλίο του με τα εχέγγυα του διπλωμάτη και πανεπιστημιακού. Σχολιάζει τις εμπειρίες που άφησε πίσω του το σχέδιο Ανάν και ιδιαίτερα, συζητά την αποτίμηση του σχεδίου εκείνου από τον λαό μέσω δημοψηφίσματος. Ενθαρρυμένος και από τις εντυπώσεις των φοιτητών του, ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι το Κυπριακό δεν είναι καθόλου αδιάφορο, κυρίως στη νέα γενιά.

Στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου του, ο Ν. Χριστοδουλίδης εισαγάγει το βιβλίο του στον αναγνώστη υπό την ιδιότητα του Υπουργού Εξωτερικών, έχοντας την εμπειρία της τελευταίας προσπάθειας για λύση του Κυπριακού την περίοδο 2014-2017. Θεωρεί ότι η περίοδος εκείνη απέφερε την μεγαλύτερη ίσως ευκαιρία για συμφωνία λύσης του Κυπριακού από το 1948. Διαπιστώνει ταυτόχρονα τον καθοριστικό ρόλο των εξωτερικών παραγόντων, κυρίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην ώθηση των συγκλήσεων αυτών.

Η διαπίστωση Χριστοδουλίδη μπορεί να αποτιμηθεί πολιτικά και ακαδημαϊκά. Στη δημόσια συζήτηση, η πολιτική αποτίμηση έχει γίνει πολλές φορές με ενίοτε ανιαρό και άγονο περιεχόμενο. Από ακαδημαϊκής πλευράς, όμως, υπάρχει πραγματικό ενδιαφέρον που επικεντρώνεται σε αυτό που επισημάνει και ο Ε. Χατζηβασιλείου στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης: ο συγγραφέας παρουσιάζει συμπεράσματα χωρίς να γνωρίζει το «τέλος» του Κυπριακού. Αναμφίβολα, η βούληση και η αποφασιστικότητα στον διακοινοτικό διάλογο δημιουργεί δυναμική και συγκλήσεις – ενίοτε με την αρωγή εξωτερικών παραγόντων – αλλά, έως και σήμερα, τα συμφέροντα και η ισχύς έχουν την καθοριστικότερη επίδραση. Αυτό συνάγεται και από τη μελέτη του βιβλίου.

Όπως και στο προηγούμενο βιβλίο του ίδιου με τίτλο «Οι σχέσεις Αθηνών-Λευκωσίας 1977-1988» (Ι. Σιδέρης, 2013), παρουσιάζεται η δουλειά ενός σοβαρού ερευνητή. Ο συνάδελφος Α. Συρίγος σημειώνει στην εισαγωγή του κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον: διαχρονικά υπάρχει μια ισχυρή διάσταση απόψεων κατά πόσο οι ακαδημαϊκοί μπορεί είναι καλοί και αποτελεσματικοί πολιτικοί. Στην περίπτωση του Ν. Χριστοδουλίδη, η ιδιότητα του πολιτικού έπεται εκείνης του διπλωμάτη και του πανεπιστημιακού και σίγουρα είναι μια σπάνια περίπτωση πολιτικού με σε βάθος γνώση του αντικειμένου που εξασκεί πολιτικά.

Αυτή είναι όντως μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, την οποία εισήγαγε πριν από πολλά χρόνια, το 1919, σε μια δημόσια ομιλία του ο Μ. Weber, με τίτλο «Η πολιτική ως επάγγελμα». H καλή πρακτική σε προηγμένα κράτη δίνει μια καλή εισήγηση και για την περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας: Η αναβάθμιση και η καλύτερη παραγωγή και αποτελεσματικότητα στη διπλωματία, στην εξωτερική πολιτική και τη διαχείριση του Κυπριακού απαιτούν την συνέργεια πανεπιστημιακών, διπλωματών και πολιτικών.

*Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής και Διακυβέρνησης, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας

Πηγή : philenews.com