Η πανδημία Covid: Απολογισμός και προκλήσεις… Του Αλκιβιάδη Βατόπουλου

240

Του Αλκιβιάδη Βατόπουλου*

Το δεύτερο πανδημικό καλοκαίρι μας φέρνει μπροστά στην ανάγκη ενός απολογισμού της μέχρι τώρα πορείας της επιδημίας αλλά και στην ανάγκη κατανόησης των νέων προκλήσεων που η πανδημία έχει δημιουργήσει. Τα μέτρα Δημόσιας Υγείας, δηλαδή τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης (ή για πολλούς τα μέτρα περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας και επικοινωνίας των ανθρώπων) αποτέλεσαν το βασικό εργαλείο παγκοσμίως για την αντιμετώπιση της διασποράς του ιού.

Το επαρκές σύστημα επιτήρησης, της παρακολούθησης δηλαδή μέσω της έγκαιρης διάγνωσης των κρουσμάτων και έγκυρης ανίχνευσης των επαφών της διασποράς του ιού αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για την αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης. Η εμφάνιση εγκύρων τεστ αντιγόνου οπωσδήποτε επιτελεί μια πρόοδο, με την προϋπόθεση ότι είναι κατανοητός ο ρόλος τους. Η έγκαιρη ανάπτυξη αποτελεσματικών και ασφαλών εμβολίων αποτελεί την τελική λύση στον περιορισμό της επιδημίας, όμως η αντίσταση μέρους του πληθυσμού στον εμβολιασμό είναι μια πρόκληση. Η ανάπτυξη αποτελεσματικής θεραπείας είναι το ζητούμενο για τη θεραπεία των κρουσμάτων, δεν αποτελεί όμως εργαλείο πρόληψης παρά μόνο επικουρικά: Δεν μπορούμε να ελέγξουμε μια επιδημία απλά θεραπεύοντας τους ασθενείς. Το ζητούμενο είναι να περιορίσουμε τη διασπορά.

Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να εντοπίσουμε και τις προκλήσεις: Τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης εφαρμόστηκαν επιτυχώς στο πρώτο κύμα της επιδημίας την άνοιξη του 2020, λιγότερο επιτυχώς στη συνέχεια. Το πρόβλημα αποδόθηκε, κατά τη γνώμη μου πολύ σωστά, στο αδιέξοδο που τα παρατεταμένα lockdown δημιούργησαν στη λειτουργία της κοινωνίας.

Η (αναμενόμενη είναι η αλήθεια) εμφάνιση και επικράτηση παραλλαγών του ιού οπλισμένων με μεταλλάξεις που τον καθιστούν πλέον μεταδοτικό αποτελεί την επόμενη πρόκληση: Οι παραλλαγές Α, Β, Γ, Δ, έχουν ήδη απασχολήσει την επιστημονική κοινότητα, αλλά και την κοινωνία γενικότερα. Η μεγαλύτερη μεταδοτικότητα αυξάνει τον κίνδυνο νόσου στον πληθυσμό, αλλά και το απαιτούμενο ποσοστό εμβολιασμού για την συλλογική ανοσία, η διάγνωσή τους απαιτεί αλληλούχηση του ιού και άρα εξειδικευμένη εργαστηριακή υποδομή, ενώ η εμφάνιση παραλλαγών με αντοχή στα εμβόλια είναι ένα (θεωρητικό μέχρι στιγμής) ενδεχόμενο.

Τα παραπάνω οδήγησαν και διεθνώς και τη χώρα μας σε μια αλλαγή «παραδείγματος». Ελάττωση των μέτρων περιορισμού και αντικατάσταση με ευρύτατο δίκτυο εύκαιρης ανίχνευσης και το σπουδαιότερο: γενίκευση των εμβολιασμών. Η έναρξη της τουριστικής περιόδου αλλά και η ανάγκη διεθνούς επικοινωνίας κάνει την πρόκληση πιο κρίσιμη.

Η ανάγκη εύκαιρης ανίχνευσης και απομόνωσης κρουσμάτων στα ανίχνευσης των σύνορα αλλά και στις τουριστικές περιοχές προφανώς θα συμβάλει στον περιορισμό της εισαγωγής κρουσμάτων και θα δώσει την (πραγματική) αίσθηση της Ελλάδας ως ασφαλούς προορισμού. Τα τεστ αντιγόνου στα σύνορα και το «πράσινο πιστοποιητικό» είναι τα εργαλεία που έχουμε.

Τα ατομικά μέτρα προφύλαξης (μάσκες) εξακολουθούν να έχουν θέση: Οι μάσκες ΔΕΝ έπεσαν, απλά η χρήση τους γίνεται πιο στενευμένα. Ο συνολικός εμβολιασμός του πληθυσμού της χώρας πάντως είναι το βασικό μας εργαλείο και ως τέτοιο πρέπει να το χρησιμοποιήσουμε.

Η προσπάθεια της πολιτείας, των Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας αλλά και της επιστημονικής κοινότητας συνολικά, πρέπει να επικεντρωθεί σε αυτόν τον στόχο. Είναι αναγκαία η ευρύτατη δημοσιοποίηση των δεδομένων αποτελεσματικότητας των εμβολιασμών όπως αυτή διαμορφώνεται μετά την παγκόσμια χρήση τους. Επίσης απαιτείται η έγκαιρη, ανάλυση των παρενεργειών ή «παρενεργειών» που δημοσιοποιούνται συχνά στα ΜΜΕ ώστε ο πληθυσμός, πραγματικά να έχει αίσθηση αν και πόσες παρενέργειες έχουν παρουσιαστεί στη χώρα μας. Η είδηση ότι ο «τάδε έκανε το εμβόλιο και εμφάνισε το τάδε πρόβλημα υγείας» χρειάζεται άμεση και έγκυρη απάντηση. Η επιστροφή σε τοπικά ή γενικά lockdown που ως σενάριο εμφανίζεται στον Τύπο κατά τη γνώμη μου θα είναι η ομολογία αποτυχίας αυτής της προσπάθειας που θα πρέπει να χρεωθούμε όλοι.

*καθηγητής Μικροβιολογίας της Δημόσιας Υγείας, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

**πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα, «ΤΑ ΝΕΑ»