Οι Ευρωεκλογές ως γεωπολιτικό διακύβευμα…. Του Γιώργου Πρεβελάκη

120

Του Γιώργου Πρεβελάκη

Οι Ηνωμένες Πολιτείες ταλαντεύονται ανάμεσα στην απομονωτική τους παράδοση και την εμπλοκή στα ευρασιατικά διακυβεύματα. Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες παλαιόθεν αδυνατούν να χαράξουν ενιαία πολιτική ως προς την άμυνα και την εξωτερική πολιτική- διαφωνούν και για την Ουκρανία. Η κακοφωνία της Δύσης δεν είναι απλώς ένα σύμπτωμα της συνεχώς καταγγελλόμενης ασθενούς ηγεσίας· υπάρχει κάτι βαθύτερο- ανομολόγητη προς το παρόν πρόκληση για το επόμενο Ευρωκοινοβούλιο. Πίσω από τα γεγονότα και τις πρόσφατες πρωτοβουλίες, πολεμικές ή άλλες, υποβόσκει ένα ερώτημα το οποίο είχαν απωθήσει από τη συλλογική μνήμη αρχικά η διχοτόμηση της Ευρώπης κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και, κατόπιν, η αμερικανική υπερ-ηγεμονία.

Μέσα στον κόσμο που αλλάζει κλίμακα, τα ευρωπαϊκά έθνη είναι βέβαια πολύ μικρά για να ανθέξουν στον γεωπολιτικό ανταγωνισμό δυνάμεων όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα, αύριο η Ινδία. Το ερώτημα είναι προς τα πού πρέπει να προσανατολιστεί ο υφιστάμενος ευρωπαϊκός οικονομικός “γίγας”, καθώς συνειδητοποιεί την ανάγκη να συνδυάσει την οικονομική με τη γεωπολιτική ισχύ. Θα κοιτάξει έσωθεν, για να καταστεί μια ηπειρωτική δύναμη· ή θα διατηρήσει τις θαλασσινές παραδόσεις οι οποίες, στο παρελθόν, εξασφάλισαν παγκόσμια υπεροχή; Θα επικρατήσει η Ευρώπη-ήπειρος, προσανατολισμένη βαρυκεντρικά στο σύνολο των γαιών; ή η Ευρώπη-αρχιπέλαγος, με πόλους ανάμεσα στη Μεσόγειο και τον Ατλαντικό, ανοικτή στην Αφρική; Θα δοθεί έμφαση στη συνεκτική ηπειρωτική μάζα· ή στις χερσονήσους και τους κόλπους, στην αλληλο-διείσδυση γης και θάλασσας; Θα προχωρήσει η Ευρώπη με τις ηπειρωτικές αξίες του συγκεντρωτισμού και της ιεραρχίας; ή με τις θαλασσινές της δημοκρατίας και της ελευθερίας; Πώς θα ερμηνεύσει τα σημερινά “ξύλινα τείχη”;
Ακολουθώντας τις αναλύσεις του Halford Mackinder, οι αγγλοσαξονικές δυνάμεις, παλαιότερα η Αγγλία, κατόπιν οι Ηνωμένες Πολιτείες, έδρασαν αποφασιστικά για να αποτρέψουν την “ηπειροποίηση” την οποία προωθούσε άλλοτε το Βερολίνο, άλλοτε η Μόσχα, κάποτε και από κοινού- όπως στο Ράπαλλο ή με το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ. Όμως με τον, όχι πάντοτε ανιδιοτελή, παρεμβατισμό δημιούργησαν δυσαρέσκειες οι οποίες εκφράζονται στην υπόκωφη διεκδίκηση της ευρωπαϊκής αυτονομίας. Επομένως, “Ευρώπη-ήπειρος”, ώστε να απαλλαγούν οι Ευρωπαίοι από την αμερικανική υποτέλεια;
Η Ρωσία τροφοδοτεί αδιαλλείπτως αυτήν την ρητορική. Η προπαγάνδα της επαναλαμβάνει ad nauseum ότι η αμερικανική οικονομία επωφελείται από τον πόλεμο στην Ουκρανία, τις συνέπειες του οποίου υφίστανται οι Ευρωπαίοι. Καραδοκεί να αξιοποιήσει την αναβίωση ενός γεωπολιτικού οράματος το οποίο, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, διετύπωσε ως “Ευρώπη από τον Ατλαντικό ώς τα Ουράλια” ο Στρατηγός Ντε Γκωλ και ως “Κοινό Ευρωπαϊκό Οίκο” ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.
Κάθε ευρωπαϊκή χώρα τοποθετείται διαφορετικά. Άλλη στάση έχει η Γερμανία, με την παράδοση της Ostpolitik και τις ισχυρές οικονομικές συμπληρωματικότητες με τον ρωσικό χώρο· άλλη η Πολωνία και οι Βαλτικές Χώρες, με τις τραυματικές εμπειρίες από την διαχρονική ρωσογερμανική σύμπλευση. Η πρωτοβουλία για τις “τρεις θάλασσες”, τέσσερις μετά την πρόσφατη προσχώρηση της Ελλάδας, αποκαλύπτει την ανησυχία των χωρών αυτών. Αποσκοπεί σε έναν οικονομικό και γεωπολιτικό άξονα Βορρά-Νότου, κατά μήκος του ευρωπαϊκού ισθμού. Επιδιώκει να αμβλύνει την οικονομική και γεωπολιτική επίδραση από τους κυκλοφοριακούς και ενεργειακούς άξονες τους οποίους κληροδότησε η εξάρτηση της Ανατολικής Ευρώπης από τη Σοβιετική Ένωση· επίσης, να ανοίξει την Ανατολική Ευρώπη στη θαλάσσια κυκλοφορία.
Τα κλασικά ευρωπαϊκά γεωπολιτικά διακυβεύματα διατρέχουν τις αναμετρήσεις των δύο Παγκοσμίων και του Ψυχρού Πολέμου. Αναβιώνουν σήμερα, καθώς ανασχηματίζεται ο παγκόσμιος γεωπολιτικός χάρτης. Η λήξη, ούτως ή άλλως, του ρωσο-ουκρανικού πολέμου και η αναπόφευκτη επανα-ομαλοποίηση των ευρω-ρωσικών σχέσεων θα επαναφέρει διλήμματα, μέχρι πρότινος “ξεπερασμένα”.

Στο ερώτημα ήπειρος ή αρχιπέλαγος, τα ελληνικά συμφέροντα συμπλέουν καταλυτικά με την “αρχιπελαγική”, θαλασσινή Ευρώπη. Οι Έλληνες Ευρωβουλευτές θα κληθούν να την υπερασπιστούν. Η συνεισφορά τους οφείλει να καταστεί περισσότερο γεωπολιτική από πριν. Οι αποφάσεις της επομένης πενταετίας θα ξεπεράσουν, ως μακροπρόθεσμη επίδραση στα ζωτικά εθνικά συμφέροντα, τα “πακέτα Ντελόρ” και την αντιμετώπιση των οικονομικών θεμάτων.