Ξανά το έγκλημα στο μπάνιο

179

Είναι πολύ δύσκολο να σκαλίζεις θέματα τα οποία θεωρούνται ταμπού. Μήπως είναι εύκολο να πείσεις κάποιους που πίστευαν για χρόνια κάτι χωρίς να έχουν καμία απολύτως αμφιβολία; Ένα από αυτά τα θέματα είναι και το έγκλημα στο μπάνιο τον Δεκέμβριο του 1963. Αυτό το έγκλημα είναι η εικόνα της προπαγάνδας μας. Εκείνη η γνωστή φωτογραφία γύρισε τον κόσμο ως σύμβολο της ελληνοκυπριακής καταπίεσης. Πιο πολύ με αυτήν προσπαθήσαμε να αποδείξουμε στον κόσμο ότι είχαμε δίκιο.

Τα παιδιά ξεψύχησαν μαζί με τη μητέρα τους σε εκείνο το μπάνιο. Ο πατέρας τους επέστρεψε στην Τουρκία. Για πολλά χρόνια ήταν πικραμένος με τη ζωή. Λέγεται ότι δεν αγαπούσε τους Τουρκοκύπριους. Ένας φίλος το είπε. Ο δρ Ιλχάν εργαζόταν, λέει, σε ένα νοσοκομείο στη Σμύρνη. Μια Τουρκοκύπρια φοιτήτριά μας θα πήγαινε σε εκείνο το νοσοκομείο. Την προειδοποίησαν οι φίλοι της: «Να προσέχεις, εκεί υπάρχει ένας γιατρός που δεν του αρέσουν και πολύ οι Τουρκοκύπριοι». Αυτός ο γιατρός ήταν ο Ιλχάν.

Εμείς χρησιμοποιήσαμε το ματωμένο μπάνιο ως εικόνα προπαγάνδας, όμως για κάποιον λόγο η Τουρκία δεν τη χρησιμοποίησε. Δεν μεγαλοποιήθηκε το γεγονός. Ουσιαστικά αυτό το έγκλημα ήταν μια θηριωδία που θα καθιστούσε αναγκαία την επέμβαση της Τουρκίας στο νησί. Όμως, δεν υπήρξε επέμβαση όπως αναμενόταν.

Η εφημερίδα μας «Αφρίκα» ήταν αυτή που γκρέμισε αυτό το ταμπού. Ανοίξαμε τον φάκελο. Σηκώσαμε λιγάκι το πέπλο του μυστηρίου. Προσπαθήσαμε να ρίξουμε φως στο γεγονός παρουσιάζοντας όλες τις πτυχές του. Σκοπός μας δεν ήταν να αποδείξουμε ότι το έκανε η ΤΜΤ και όχι οι Ελληνοκύπριοι. Όμως, εκείνοι που θεωρούσαν ότι το θέμα δεν χωρούσε συζήτηση έπεσαν πάνω μας. Ενοχλούνταν ακόμα και από τη διερεύνησή του.

Όμως, σε αυτήν την έρευνα βρήκαμε πολλά νέα ευρήματα. Πράγματα που ήταν άγνωστα προηγουμένως στην κοινότητά μας. Το σημαντικότερο από αυτά ήταν το μπάνιο χωρίς αίμα. Τα παιδιά με τη μητέρα τους είχαν δολοφονηθεί εκτός του μπάνιου και όχι μέσα σε αυτό. Τα κουφάρια τους ήταν δίπλα στην μπανιέρα. Βρήκαμε και δημοσιεύσαμε και αυτήν τη φωτογραφία στην εφημερίδα μας.

Μια άλλη πραγματικότητα που αποκαλύψαμε ήταν η εξής: Είχαν δύο φωτογραφίες η μητέρα και τα παιδιά της που πάρθηκαν από έξω και τοποθετήθηκαν στην μπανιέρα. Τη μία από αυτές δεν την έδειξαν ποτέ στην κοινότητα. Ιδού αυτήν τη φωτογραφία βρήκαμε και μοιραστήκαμε με τους αναγνώστες μας. Προσπάθησαν πολύ για να είναι αποτελεσματική η προπαγάνδα, δεν τους άρεσε το σκηνικό που έκαναν και δημιούργησαν ένα δεύτερο σκηνικό. Αυτά ήταν νέα ευρήματα για την κοινότητα σε σχέση με το έγκλημα αυτό.

Το εθνικό μας πρακτορείο ειδήσεων ΤΑΚ έκανε μια συνέντευξη με ζώντες αυτόπτες μάρτυρες αυτής της τραγωδίας, η οποία συνέβη πριν από 57 χρόνια. Και καλά έκανε. Συνήθως δεν μιλούν και πολύ αυτοί. Όλοι ρωτούν. Σίγουρα δεν θέλουν να θυμηθούν. Σε αυτό το ρεπορτάζ λέγεται ότι ο πρώτος που μπήκε σε αυτό το σπίτι μετά το έγκλημα ήταν το μέλος της ΤΜΤ Μεμντούχ Ερντάλ. Βρήκε, λέει, τα πτώματα των παιδιών και της μητέρας τους μέσα στην μπανιέρα. Και έβγαλε την πρώτη φωτογραφία. Πώς γίνεται; Στο μπάνιο δεν υπήρχαν αίματα. Τα παιδιά και η μητέρα τους ήταν έξω από την μπανιέρα. Αν ο κύριος Μεμντούχ ήταν ο πρώτος που μπήκε σε εκείνο το σπίτι μετά την επίθεση, έτσι θα τους έβρισκε. Αφού τους βρήκε στην μπανιέρα, σημαίνει ότι υπήρξαν και κάποιοι που μπήκαν εκεί πριν από αυτόν.

Οι μάρτυρες λένε ότι οι Ελληνοκύπριοι εθνοφρουροί που μπήκαν στο σπίτι πυροβόλησαν δεξιά και αριστερά τυχαία και ότι οι ίδιοι είχαν μαζευτεί στο δωμάτιο του μπάνιου το οποίο θεωρούσαν ασφαλές. Πυροβόλησαν απ’ έξω; Ή μήπως άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν μέσα; Είναι και αυτό ένα ερώτημα που παραμένει αναπάντητο.

Επιπλέον, υπάρχει και το εξής: Οι Ελληνοκύπριοι εθνοφρουροί εκείνο το βράδυ μπήκαν σε όλα τα σπίτια που βρίσκονταν στην περιοχή και τους πήραν όλους αιχμαλώτους. Θα μπορούσαν να τους σκότωναν και αυτούς όπως τους ευρισκόμενους σε εκείνο το σπίτι. Δεν τους σκότωσαν. Τους μάζεψαν και τους μετέφεραν αλλού. Και ύστερα τους έδωσαν όλους πίσω. Μάλιστα, εξ όσων έμαθα, ο διοικητής εκείνων των εθνοφρουρών ήταν ο Μάρκου.

Ένας από τους ήρωες της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Ήρθε, λέει, διαταγή από ψηλά στον Μάρκου: «Σκότωσέ τους όλους». Ο Μάρκου αρνήθηκε. «Είμαι στρατιώτης, όχι χασάπης», είπε. Ο Μάρκου έχασε τη ζωή του πολεμώντας εναντίον του τουρκικού στρατού στην οροσειρά του Πενταδακτύλου το 1974.

Μία από τους κατοίκους της περιοχής ήταν η κυρία Αϊσέ Τζανκάν, της οποίας το πόδι έγινε κομμάτια από τη βροχή πυροβολισμών που έπεφταν κατά τη διάρκεια της επίθεσης και μεταφέρθηκε στην Άγκυρα με το νυχτικό, αλλά επέστρεψε πίσω στην πατρίδα της μετά από τέσσερα χρόνια. Τώρα φεύγει, λέει, από τη γειτονιά κατά τις ημέρες που διοργανώνονται τελετές κάθε χρόνο. Δεν θέλει να θυμάται και να ξαναζήσει εκείνο το βράδυ.

Αντιδρά σε όσους λένε ότι Τούρκοι έκαναν εκείνο το έγκλημα. Λέει το εξής: «Εκείνο το βράδυ πήραν αιχμαλώτους πολλούς Τουρκοκύπριους. Και τους αιχμαλώτους οι Τούρκοι τους μάζεψαν;» Πολύ σωστά. Δεν τους μάζεψαν οι Τούρκοι.  Οι Ελληνοκύπριοι τους μάζεψαν. Αλλά γιατί δεν έκαναν σε άλλα σπίτια δολοφονίες όπως σε εκείνο το σπίτι; Ιδού, αυτό είναι το ουσιαστικό ερώτημα…

*Εκδότης-Αρθρογράφος της Τουρκοκυπριακής Εφημερίδας “Αφρίκα”

Πηγή : politis.com.cy