Η μελάνη στο κείμενο των αποφάσεων της πρόσφατης ιστορικής Συνόδου Κορυφής δεν είχε ακόμη στεγνώσει όταν οι πρωθυπουργοί Ουγγαρίας και Πολωνίας εμφανίζονταν μπροστά στους δημοσιογράφους για να πανηγυρίσουν τη δήθεν μεγάλη τους επιτυχία: κατά τη δική τους ανάγνωση ο σεβασμός του κράτους δικαίου δεν αποτελεί πλέον κριτήριο για τη χορήγηση ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων, ακριβώς δηλαδή όπως το είχαν μετ΄ επιτάσεως ζητήσει. Μιλώντας αργότερα στη Bild o ούγγρος πρωθυπουργός Όρμπαν ισχυριζόταν ότι θεωρεί το κράτος δικαίου ύψιστο αγαθό και την ελευθερία του Τύπου στη χώρα του διασφαλισμένη. Οι Βρυξέλλες όμως εγείρουν σοβαρές αμφιβολίες. Εδώ και χρόνια έχουν κινηθεί διαδικασίες σε βάρος της Ουγγαρίας και της Πολωνίας στη βάση του Άρθρου 7 της Συνθήκης της Λισαβόνας που προβλέπει την επιβολή κυρώσεων εναντίον χωρών-μελών.
H σχέση κράτους δικαίου-χρηματοδότησης παραμένει
Πράγματι, κατά τη διάρκεια του μαραθωνίου των διαπραγματεύσεων του περασμένου Σαββατοκύριακου οι αρχικώς ιδιαίτερα αυστηρές διατυπώσεις όσον αφορά το σεβασμό του κράτους δικαίου αποδυναμώνονταν όλο και περισσότερο. Ο αυστριακός καγκελάριος Κουρτς εκτίμησε ότι οι δυο χώρες επέβαλαν όντως «σε σημαντικό βαθμό» τις θέσεις τους. Ήταν «περίεργο» όπως είπε, που χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία – και προκειμένου να πετύχουν μια συνολική συμφωνία – υποχώρησαν βαθμιαία στις αρχικώς αυστηρές αξιώσεις για διασύνδεση κράτους δικαίου και χρηματοδοτήσεων. Η σύμφωνη γνώμη Πολωνίας και Ουγγαρίας ήταν βέβαια απαραίτητη για την επίτευξη συμφωνίας καθώς οι σχετικές αποφάσεις απαιτούν ομοφωνία. Εξ ού και η ανάγκη συμβιβασμού, όπως ανέφερε ευρωπαίος διπλωμάτης.
Την Τετάρτη υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Κομισιόν διέψευδαν ωστόσο σε συνομιλίες με δημοσιογράφους τα περί «νίκης» Ουγγαρίας και Πολωνίας. Οι «27» συμφώνησαν να αναθέσουν στην Κομισιόν να αναπτύξει ένα «καθεστώς αιρεσιμότητας» το οποίο θα περιλαμβάνει και τη διαφύλαξη των αρχών του κράτους δικαίου. Σε περίπτωση παραβίασής τους από την Πολωνία, την Ουγγαρία ή κάποιο άλλο μέλος, η Επιτροπή μπορεί «να επιβάλει τη λήψη μέτρων που απαιτούν την ειδική πλειοψηφία του συμβουλίου».
Στο συμβούλιο των υπουργών της ΕΕ οι αποφάσεις λαμβάνονται με ειδική πλειοψηφία, όπερ σημαίνει ότι 15 χώρες μέλη πρέπει να εκπροσωπούν τουλάχιστον το 65% του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Εδώ θα μπορούσαν να καμφθούν σχετικά εύκολα οι αντιστάσεις των δυο χωρών της ανατολικής Ευρώπης. Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των ευρωπαίων ηγετών ωστόσο απαιτείται ομοφωνία. Αποφασιστικής σημασίας, όπως επισημαίνουν αξιωματούχοι της Κομισιόν, θα είναι τώρα τι ακριβώς θα προβλέπει το «καθεστώς αιρεσιμότητας» προκειμένου να μπορούν να τιμωρούνται πιθανές παραβιάσεις του κράτους δικαίου με περικοπή των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Στο φως οι «τελικοί αποδέκτες» επιχορηγήσεων
Την Τετάρτη ο πολωνός πρωθυπουργός Μοραβιέτσκι επισήμανε στο πολωνικό Κοινοβούλιο ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα πρέπει να τοποθετηθεί εκ νέου με ομοφωνία ως προς τη διασύνδεση του κράτους δικαίου και της εκταμίευσης ευρωπαϊκών κονδυλίων. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ωστόσο σπεύδουν να διαψεύσουν: οι ευρωπαϊκές αποφάσεις λένε απλά ότι οι ευρωπαίοι ηγέτες «θα πρέπει να ασχοληθούν ει δυνατόν γρήγορα ξανά» με το ζήτημα, όπως επισημαίνουν. Οι νομικά δεσμευτικοί κανόνες ωστόσο, όπως διευκρινίζουν, διατυπώνονται από το συμβούλιο των αρμόδιων υπουργών με ειδική πλειοψηφία.
Όπως έγραψε στο twitter ο καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Middlesex του Λονδίνου Λοράν Πες, οι πρόσφατες ευρωπαϊκές αποφάσεις φέρνουν μια απευθείας σύνδεση μεταξύ των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ και του σεβασμού του κράτους δικαίου. Και ο ίδιος θεωρεί ιδιαίτερα κρίσιμο το ακριβές «καθεστώς αιρεσιμότητας» που θα προταθεί από την Κομισιόν.
Η Κομισιόν κατέστησε εν τω μεταξύ σαφές ότι θεωρεί εξαιρετικά σημαντική και την παράγραφο των πρόσφατων αποφάσεων που διασφαλίζει την νομικά άμεμπτη αξιοποίηση των κονδυλίων του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και του Ταμείου Ανάκαμψης. Εκεί αναφέρεται ότι πρέπει να δημοσιοποιούνται οι «τελικοί αποδέκτες» επιχορηγήσεων και επιδοτήσεων. Παράλληλα και προκειμένου να καταπολεμηθούν φαινόμενα διαφθοράς και νεποτισμού, ειδικά στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, αποκτούν μεγαλύτερες αρμοδιότητες τα Ελεγκτικά Συνέδρια καθώς και η ευρωπαϊκή υπηρεσία κατά της διαφθοράς OLAF.
Πηγή: Deutsche Welle