Αναντίλεκτα, η Συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ Ελλάδος-Αιγύπτου έχει αρκετές πολιτικές και νομικές προεκτάσεις. Παρά το ότι πολιτικά συνιστά μια απάντηση στις τελευταίες ενέργειες της Τουρκίας και δη τη σύναψη της συμφωνίας οριοθέτησης Τουρκίας-Λιβύης, εντούτοις δεν πρέπει να λησμονείται πως είναι ένα νομικό κείμενο που παράγει δεσμευτικές έννομες συνέπειες και, ενδεχομένως, να έχει επιπτώσεις στην επιχειρηματολογία της Ελλάδος σε μελλοντικές οριοθετήσεις.
Τούτων λεχθέντων, υποβάλλεται πως η Συμφωνία έχει υποσκάψει σοβαρά το διαχρονικό επιχείρημα της Ελλάδος ότι η οριοθέτηση πρέπει να γίνεται με βάση τη μέση γραμμή και ότι στα νησιά πρέπει να αποδίδεται πλήρης επήρεια κατά την οριοθέτηση.
Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι η Συμφωνία δεν παραβλάπτει τη δυνατότητα Ελλάδος και Κύπρου να συνομολογήσουν μεταξύ τους συμφωνία οριοθέτησης. Είναι γεγονός, όμως, ότι το πνεύμα της Συμφωνίας απισχναίνει το επιχείρημα ότι το Καστελλόριζο και άλλα μικρά νησιά μπορούν να έχουν πλήρη επήρεια στην οριοθέτηση κι έτσι καθίσταται πιο δύσκολο να υποστηριχθεί η σύζευξη των θαλασσίων ζωνών Ελλάδος-Κύπρου. Με άλλα λόγια, καίτοι παραμένει νομικά εφικτό να καταρτιστεί συμφωνία οριοθέτησης Ελλάδος-Κύπρου, εντούτοις η υπό εξέταση Συμφωνία ενισχύει τα επιχειρήματα της Τουρκίας περί μη πλήρους επήρειας των νησιών.
Επιπλέον, η Συμφωνία δεν μπορεί να «ακυρώσει» / «καταργήσει» την τουρκολιβυκή συμφωνία οριοθέτησης, καθώς αυτή η δυνατότητα παρέχεται αποκλειστικά στα Μέρη εκείνης της διευθέτησης. Συνεπώς, μπορεί η συνομολόγηση της Συμφωνίας να αποτελεί μια αντίδραση έναντι της τουρκολιβυκής συμφωνίας, ωστόσο δεν μπορεί να την καταργήσει. Οι όροι αυτοί είναι νομικά αδόκιμοι και χρησιμοποιούνται κατ’ ευφημισμόν. Εξάλλου, βάσει του γενικού διεθνούς δικαίου, η συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης είναι δεσμευτική μόνο για τα δύο Μέρη και δεν παράγει έννομες συνέπειες τόσο για την Ελλάδα όσο και για οποιοδήποτε άλλο κράτος (Σύμβαση Βιέννης για το Δίκαιο Συνθηκών 1969, Άρθρο 34) Τη θέση αυτή υποστήριξε και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στα Συμπεράσματα της 12ης Δεκεμβρίου 2019 (παρ. 19).
Μια άλλη λεκτική υπερβολή που χρησιμοποιήθηκε στον δημόσιο διάλογο είναι ότι η Συμφωνία κατοχυρώνει το δικαίωμα των νησιών να έχουν θαλάσσιες ζώνες. Το δικαίωμα αυτό έχει αναγνωριστεί τόσο από τη Σύμβαση ΟΗΕ για το Δίκαιο Θάλασσας 1982 («η Σύμβαση ΔΘ») όσο και από το εθιμικό δίκαιο και τη διεθνή νομολογία. Άρα, η σύναψη συμφωνίας οριοθέτησης δεν είναι προαπαιτούμενο για να έχουν τα νησιά υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Τουναντίον, ένα τέτοιο επιχείρημα είναι επικίνδυνο, γιατί θέτει κεκτημένα δικαιώματα υπό την αίρεση συνομολόγησης συμφωνίας οριοθέτησης, η οποία μπορεί και να μη γίνει ποτέ.
Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι η Συμφωνία αναφέρεται ρητά σε οριοθέτηση ΑΟΖ. Είναι η πρώτη φορά που η Ελλάς οριοθετεί ΑΟΖ, καθώς η πρόσφατη συμφωνία με Ιταλία αφορούσε σε «όριο πολλαπλών χρήσεων», όπως και η μη τεθείσα σε ισχύ διευθέτηση με Αλβανία (2009). Θα μπορούσε, λοιπόν, να υποστηριχθεί ότι η συνομολόγηση της Συμφωνίας οριοθέτησης συνεπάγεται κήρυξη ΑΟΖ από πλευράς Ελλάδος μόνο αναφορικά με την υπό οριοθέτηση θαλάσσια περιοχή. Υπενθυμίζεται πως κάτι αντίστοιχο συνέβη με τις συμφωνίες Κύπρου-Αιγύπτου (2003 – η Κύπρος δεν είχε προηγουμένως κηρύξει ΑΟΖ), Κύπρου-Ισραήλ (2010 – το Ισραήλ δεν είχε ΑΟΖ) και, εσχάτως, Τουρκίας-Λιβύης (η Τουρκία δεν είχε κηρύξει ΑΟΖ στη Μεσόγειο).
Ανάλυση Συμφωνίας
Στο προοίμιο τα δύο κράτη αναφέρονται στη χρεία για σταθερότητα στην περιοχή και τη σημασία της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου. Τονίζουν, ακόμη, την αναγκαιότητα για επακριβή καθορισμό των ορίων της ΑΟΖ τους με σκοπό την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων/δικαιοδοσίας εντός της ζώνης αυτής. Επίσης, τα Μέρη αναγνωρίζουν τη σημασία της Σύμβασης ΔΘ στην οποία και τα δύο είναι συμβαλλόμενα. Αξίζει να σημειωθεί πως το λεκτικό της Συμφωνίας προσιδιάζει σε μεγάλο βαθμό στις συμφωνίες οριοθέτησης που έχει συνάψει η Κύπρος.
Το Άρθρο 1 προβλέπει ότι η οριοθέτηση είναι τμηματική, δηλαδή το συμφωνηθέν όριο δεν καλύπτει ολόκληρη τη θαλάσσια περιοχή που βρίσκεται μεταξύ των ελληνικών και αιγυπτιακών ακτών. Παρά τα όσα έχουν γραφτεί τελευταίως, η τμηματική οριοθέτηση δεν απαγορεύεται, αφού ο καθορισμός του εύρους του μετώπου που θα οριοθετηθεί ανήκει στη διακριτική ευχέρεια των συμβαλλομένων μερών. Η παράγραφος (α) διευκρινίζει πως η επέκταση των ακραίων ορίων της συμφωνηθείσας γραμμής θα γίνει κατόπιν νέων διαβουλεύσεων μεταξύ των Μερών. Αναγνωρίζεται, δηλαδή, πως το όριο δεν είναι το τελικό και μπορεί να επεκταθεί τόσο δυτικά όσο και ανατολικά, παρά τις διεκδικήσεις Λιβύης και Τουρκίας αντίστοιχα. Στην παράγραφο (β) ορίζεται πως η χάραξη της οριοθετικής γραμμής γίνεται με βάση γεωγραφικές συντεταγμένες.
Αυτό το λεκτικό καταδεικνύει πως το θαλάσσιο όριο μεταξύ των δύο κρατών δεν είναι η μέση γραμμή (εξ ου και δεν αναφέρεται πουθενά), κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται από την αποτύπωση των ρηθεισών συντεταγμένων σε χάρτη. Η επήρεια της Κρήτης και της Καρπάθου είναι μειωμένη, με αποτέλεσμα η Αίγυπτος να έχει πάρει περίπου το 55% του υπό οριοθέτηση θαλάσσιου χώρου και η Ελλάς το 45%. Αυτό συνιστά σημαντική παρέκκλιση από τη διαχρονική θέση της Ελλάδος υπέρ της μέσης γραμμής και της πλήρους επήρειας των νησιών.
Το Άρθρο 2 δημιουργεί την υποχρέωση για τα Μέρη να συνεργαστούν για την επίτευξη συμφωνίας σε σχέση με την εκμετάλλευση φυσικών πόρων, συμπεριλαμβανομένων υδρογονανθράκων, που εκτείνονται από την ΑΟΖ του ενός στην ΑΟΖ του άλλου.
Ως προς την επίλυση διαφορών, το Άρθρο 3 προβλέπει την υποχρέωση επίλυσης οποιασδήποτε διαφωνίας μέσω της διπλωματικής οδού. Ωστόσο, σε αντίθεση με τη συμφωνία Ελλάδος-Ιταλίας (Άρθρο 4), στη Συμφωνία δεν υπάρχει πρόνοια για προσφυγή σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο με σκοπό την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς ανακύψει. Πάντως, αφ’ ης στιγμής τα Μέρη είναι συμβαλλόμενα στη Σύμβαση ΔΘ, υπάρχει δυνατότητα για προσφυγή στους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών της Σύμβασης ΔΘ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάταξη του Άρθρου 4§1 της Συμφωνίας, η οποία απαγορεύει την καταγγελία, απόσυρση από ή αναστολή της ισχύος της Συμφωνίας. Το δίκαιο συνθηκών θέτει αυστηρές προϋποθέσεις για μονομερή τερματισμό διεθνών συμβάσεων, ούτως ώστε να επιτυγχάνεται ασφάλεια δικαίου και να μην είναι εύκολο να αμφισβητούνται συμφωνίες για μη σοβαρούς λόγους. Στην περίπτωση αυτή, τα Μέρη φρόντισαν να «θωρακίσουν» την ακεραιότητα της Συμφωνίας έτι περαιτέρω με την προσθήκη της αυστηρής αυτής διάταξης. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, τονίζεται πως ακόμα και αν καταργηθεί μια διεθνής συμφωνία που προνοεί τη χάραξη συνόρων, το συμφωνηθέν σύνορο συνεχίζει να υφίσταται.
Συμπεράσματα
Υπό το φως των ανωτέρω, είναι η θέση του γράφοντος ότι η Συμφωνία συνιστά μια βεβιασμένη κίνηση που διαβρώνει τις διαχρονικές θέσεις της Ελλάδος αναφορικά με τη μέση γραμμή και την πλήρη επήρεια των νησιών στην οριοθέτηση. Η Συμφωνία ούτε «ακυρώνει» ούτε «καταργεί» το τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο ούτως ή άλλως δεν παράγει έννομες συνέπειες για την Ελλάδα και τρίτα κράτη.
Παρά το ότι νομικά παραμένει η δυνατότητα για οριοθέτηση Ελλάδος-Κύπρου, εντούτοις η Συμφωνία απομειώνει τη βαρύτητα των επιχειρημάτων της Ελλάδας. Δηλαδή, αφ’ ης στιγμής το μεγαλύτερο νησί της Ελλάδος (Κρήτη) δεν έχει πάρει πλήρη επήρεια, θα είναι δύσκολο για την Ελλάδα να πείσει για κάτι τέτοιο σχετικά με άλλα μικρότερα νησιά. Εκτιμάται, λοιπόν, ότι η Συμφωνία μακροπρόθεσμα θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στις θέσεις της Ελλάδος αναφορικά με το ζήτημα της οριοθέτησης άλλων θαλάσσιων περιοχών της.
*Διδάκτωρ Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου (University of Bristol)
Πηγή : defenceredefined.com.cy