Προδημοσίευση: Νίκος Αλιβιζάτος, «Δύο βήματα μπρος, ένα πίσω»

420

O Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, ο γνωστός συνταγματολόγος, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Μας συστήνεται όμως εκείνος με το πρώτο του μη νομικό βιβλίο, με τον τίτλο «Δύο βήματα μπρος, ένα πίσω», «παράφραση κάποιου άλλου, πολύ γνωστότερου βέβαια…», όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Ένα βιβλίο που, όπως σημειώνει, χωρίς την πανδημία είναι αμφίβολο αν θα καταπιανόταν ποτέ να το γράψει. «Κρίνοντας από πολλά βιβλία που κυκλοφορήσαν αυτό τον καιρό, νομίζω ότι η αντίδραση όσων από μας συμπληρώσαμε κάποια ηλικία έχει κάτι το κοινό: μια διάθεση απολογισμού, ο οποίος στις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις γίνεται και αναστοχασμός. Σε αυτό το “κλίμα” εντάσσεται και το παρόν βιβλίο, με διαχρονικό πάντως άξονα την πολίτικη ιστορία του τόπου».

Πόσο πολιτικό ή προσωπικό όμως είναι αυτό το μη νομικό βιβλίο, με τον υπότιτλο 8+1 πολυτάραχες δεκαετίες; Ο συγγραφέας στα Προλεγόμενα του βιβλίου εξηγεί: «Προσωπικό αφήγημα λοιπόν από κάποιον που η πολιτική τον συναρπάζει, αλλά που απέφυγε να της αφοσιωθεί επαγγελματικά, γιατί αλλά πράγματα τον τραβούσαν περισσότερο στη ζωή του. Φτάνοντας ωστόσο σε κάποια ηλικία, συνειδητοποιώ ότι αυτό ήταν εν μέρει μονό ακριβές. Γιατί μπορεί να μην ασχολήθηκα με την πολίτικη επαγγελματικά, δεν την αντιμετώπισα ωστόσο ούτε ερασιτεχνικά. Την είδα επαγγελματικά με τον δικό μου τρόπο, εντάσσοντάς τη στη δουλειά μου, τα νομικά».

Ο Νίκος Αλιβιζάτος δεν δηλώνει λοιπόν ούτε πολιτικός, ούτε λογοτέχνης, αλλά έχει ταλέντο να διηγείται και έτσι να ταξιδεύει πίσω στον χρόνο ξεδιπλώνοντας, μέσα από τις δεκαετίες που έχει ζήσει, όχι μόνο την ιστορία τη δική του και της οικογένειάς του αλλά και την ιστορία της χώρας.

Το βιβλίο του θα κυκλοφορήσει στις 7 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και η Athens Voice προδημοσιεύει εδώ ένα χαρακτηριστικό κεφάλαιο.

Ο Κώστας Σημίτης πρωθυπουργός

Ευτυχώς, χάρη στην κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, που ανέλαβε τον Γενάρη του 1996, η ζημιά από την απομόνωση της Ελλάδας στην Ευρώπη και το ΝΑΤΟ λόγω της γιουγκοσλαβικής κρίσης περιορίστηκε. Θυμίζω ότι τον Σημίτη εξέλεξε πρωθυπουργό, σύμφωνα με το Σύνταγμα, η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ. Λίγες μέρες πρωτύτερα, από το Ωνάσειο όπου νοσηλευόταν, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε υποβάλει την παραίτησή του, θέτοντας τέρμα σε μια περίοδο μεγάλης ρευστότητας, την οποία είχε προκαλέσει η επιδείνωση της υγείας του, τον Νοέμβριο του 1995.

Από αριστερά προς δεξιά: Αλιβιζάτος (πατέρας του συγγραφέα), Κόκκαλης, Γούτας, Αναγνώστου, Βλαβιανός. Πέντε γνωστοί Αθηναίοι γιατροί, μπροστά στην είσοδο του ιστορικού κτιρίου της 9ης Μεραρχίας στα Γιάννενα, τον Ιανουάριο του 1941. Επιστρατευμένοι όλοι, υπηρετούσαν στα στρατιωτικά νοσοκομεία της πόλης. Ξεχωρίζει, βέβαια, για το παράστημά του, ψηλός και ευθυτενής, με τις καλογυαλισμένες μπότες του, ο Πέτρος Κόκκαλης (δεύτερος από αριστερά). Τίποτε στην εμφάνισή του δεν προδιέθετε για τις μείζονες επιλογές ζωής που έκανε τα αμέσως επόμενα χρόνια.

Καθώς δεν υπήρχε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, τον Παπανδρέου ως πρωθυπουργό αναπλήρωνε, σύμφωνα με τον νόμο, ο αρχαιότερος υπουργός. Και αυτός δεν ήταν άλλος από τον Άκη Τσοχατζόπουλο, υπουργό Εθνικής Άμυνας τότε. Ο Άκης ήταν φυσικό να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία που του παρουσιαζόταν, για να προετοιμαστεί για τη μάχη της διαδοχής. Ως παλαιός γραμματέας του ΠΑΣΟΚ (1990-1994), πιστευόταν ότι ελέγχει τον κομματικό μηχανισμό. Άλλος σημαντικός υποψήφιος ήταν ο Γεράσιμος Αρσένης, ο οποίος είχε επανέλθει δριμύτερος στο ΠΑΣΟΚ έπειτα από μια αποτυχημένη προσπάθεια να ιδρύσει δικό του κόμμα, το Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το 1986· ήταν τότε υπουργός Παιδείας. Ο Κώστας Σημίτης, τέλος, ήταν ο τρίτος σημαντικός υποψήφιος. Έχοντας παραιτηθεί από υπουργός, λίγο πρωτύτερα, ο Σημίτης ήταν ο μόνος από τους τρεις βασικούς διεκδικητές που είχε αντιταχθεί ανοιχτά στον Παπανδρέου. Με την αποστροφή του, σε μια κομματική συνδιάσκεψη, ότι «οι υπουργοί δεν είναι υπάλληλοι» και ότι ο ίδιος είναι «συνιδρυτής του ΠΑΣΟΚ» είχε φανερώσει τις προ-θέσεις του. Από το 1990 είχε ιδρύσει ως think tank τον Όμιλο Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας (ΟΠΕΚ) –με πρόεδρο επί χρόνια έναν έξοχο συνάδελφο και δημόσιο λειτουργό, τον οικονομολόγο Δημήτρη Παπούλια–, ο οποίος, με δημόσιες εκδηλώσεις σε όλη τη χώρα, προετοίμαζε το έδαφος. Χωρίς να είμαι μέλος, είχα παρακολουθήσει πολλές από αυτές. Από το φθινόπωρο του 1994, εξάλλου, ο Σημίτης σχημάτισε μετρία ιστορικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, τη Βάσω Παπανδρέου, τον Θόδωρο Πάγκαλο και τον Παρασκευά Αυγερινό, την Ομάδα των Τεσσάρων, η οποία επίσης εργαζόταν προς την ίδια κατεύθυνση. Με είχαν καλέσει σε δυο τρεις συνεδριάσεις τους, όταν συζητούσαν θέματα της αρμοδιότητάς μου, αλλά πέραν τούτου ουδέν.

Λίγο μετά την εισαγωγή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ωνάσειο, άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορα σενάρια για το ζήτημα της διαδοχής. Σίγουρος για τη δύναμή του στο κόμμα, ο Τσοχατζόπουλος και οι φίλοι του προέβαλαν την ιδέα ενός έκτακτου συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ για την ανάδειξη του διαδόχου του Ανδρέα. Το Σύνταγμα όμως όριζε ότι, εφόσον το ΠΑΣΟΚ διατηρούσε την πλειοψηφία στη Βουλή –όπως πράγματι συνέβαινε τότε–, αρμόδια για την εκλογή του νέου αρχηγού ήταν η Κοινοβουλευτική του Ομάδα.

Ωστόσο, δεν είχε ψηφισθεί ακόμη η ισχύουσα διάταξη, που –εκτός από την παραίτηση και τον θάνατο– περιλαμβάνει και την «αδυναμία» του απερχόμενου πρωθυπουργού να ασκήσει τα καθήκοντά του «για λόγους υγείας». Έτσι ξέσπασε μια από τις γνωστές διαμάχες των συνταγματολόγων για το ακριβές περιεχόμενο του ρήματος «εκλείψει» (που χρησιμοποιεί το Σύνταγμα αντί του «αποβιώσει»). Είχα τότε πάρει θέσει στο Βήμα, υποστηρίζοντας ότι τη λύση θα έπρεπε να τη δώσει ο ίδιος ο Παπανδρέου παραιτούμενος.

Την ίδια άποψη υποστήριξε τότε και ο Μάνεσης, τον οποίο σκίτσαρε πολύ πειστικά ο Κώστας Μητρόπουλος στο Βήμα, να περπατά τάχα αδιάφορα και να τον φωνάζουν δυο πολιτικοί που έπαιζαν πινγκ πονγκ να δώσει τη λύση. Και οι δυο μας κατηγορηθήκαμε τότε από τους τσοχατζοπουλικούς για «ασέβεια» προς τον ασθενούντα ηγέτη.

Μια δεύτερη παρέμβασή μου εκείνων των ημερών ήταν –πιστεύω– σημαντικότερη. Ο Σημίτης, αν και ήταν βέβαιο ότι προηγούνταν στις προτιμήσεις των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, ήταν αμφίβολο αν είχε με το μέρος του την πλειοψηφία. Πώς θα τα κατάφερνε να εκλεγεί; Τη λύση μού υπέδειξε τότε από την Αμερική ο Γιώργος Τσεμπελής, που δεν είναι μόνον κορυφαίος πολιτικός επιστήμονας αλλά και σημαντικός μαθηματικός. Τα μόνα δεδομένα που του είχα θέσει υπόψη ήταν ότι την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ αποτελούσαν τότε 167 βουλευτές και ότι, ελλείψει εσωτερικού κανονισμού, αν κανένας από τους υποψηφίους δεν συγκέντρωνε την πλειοψηφία, θα ακολουθούσε δεύτερος γύρος, στον οποίο υποψήφιοι θα ήταν μόνον οι δύο πρώτοι. Ζήτησε «προθεσμία διασκέψεως» 24 ωρών και την επομένη μου τηλεφώνησε τη «λύση». Σε μια κλίμακα από το 0 έως το 10, όπου το 0 ισοδυναμούσε με τη συνέχεια σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση (δηλαδή με την περίοδο Παπανδρέου)και το 10 με την αλλαγή, μου ζήτησε να τοποθετήσω τους τρεις βασικούς υποψηφίους. Τοποθέτησα τότε στο2 τον Τσοχατζόπουλο, στο 4 τον Αρσένη και στο 7 τον Σημίτη. Συμφώνησε με την κατάταξη και μου είπε: «Για να εκλεγεί ο Σημίτης πρέπει πάση θυσία να περάσει στον δεύτερο γύρο ο Τσοχατζόπουλος και όχι ο Αρσένης».

«Γιατί;» τον ρώτησα. «Γιατί, αν περάσει στον δεύτερο γύρο ο Αρσένης, όλοι ή περίπου όλοι οι τσοχατζοπουλικοί θα τον ψηφίσουν ως το “μικρότερο κακό”, ενώ, αν περάσει στον δεύτερο γύρο ο Τσοχατζόπουλος, πολλοί “αρσενικοί” θα ψηφίσουν Σημίτη, γιατί δεν αντέχουν να δουν τον Άκη πρωθυπουργό».

«Και πώς θα πετύχουμε να είναι στον δεύτερο γύρο ο Τσοχατζόπουλος;» ρώτησα με τη σειρά μου. «Αν ο Σημίτης αισθάνεται βέβαιος για την πρωτιά του, θα πρέπει να ζητήσει από μερικούς δικούς του βουλευτές να ψηφίσουν στον πρώτο γύρο Τσοχατζόπουλο. Προσοχή, όμως» συνέχισε. «Το ρίσκο είναι μεγάλο, γιατί, αν το προβάδισμα του Σημίτη είναι μικρό, κινδυνεύει να βρεθεί ο ίδιος έξω από τον δεύτερο γύρο». Θυμίζω το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου που αιφνιδίασε τους πάντες. Ενώ όλοι περίμεναν τον Αρσένη δεύτερο, αυτός βγήκε τρίτος: 53 Σημίτης, 53 Τσοχατζόπουλος, 50 Αρσένης και 11 Χαραλαμπόπουλος (ο τελευταίος είχε θέσει υποψηφιότητα για την τιμή των όπλων). Στον δεύτερο γύρο εξελέγη ο Σημίτης με 86 ψήφους έναντι 75 του Τσοχατζόπουλου.

Τι είχε συμβεί; Έπειτα από αρκετά χρόνια γράφτηκε –και δεν διαψεύστηκε από κανέναν– ότι ο Κώστας Λαλιώτης, που είχε τότε εκδηλωθεί υπέρ του Σημίτη, μαζί με άλλους 4-5 βουλευτές τους οποίους ο ίδιος επηρέαζε είχαν ψηφίσει στον πρώτο γύρο Τσοχατζόπουλο και στον δεύτερο Σημίτη. Δεν ξέρω αν είχε πληροφορηθεί τη «λύση Τσεμπελή». Το μόνο που γνωρίζω είναι ότι εγώ τουλάχιστον την είχα μεταφέρει εκεί που έπρεπε εγκαίρως!

Την αγωνιώδη εκλογή του Σημίτη εκείνο τον Γενάρη την είχαμε παρακολουθήσει στο μελετητικό γραφείο του Περικλή Πάγκαλου, όπου είχαμε πάει με τη Γιάννα και τον αρχιτέκτονα και φίλο μας Αντώνη Στασινόπουλο για να οριστικοποιήσουμε τα σχέδια του εξοχικού σπιτιού που επρόκειτο να κτίσουμε στο Κορακοχώρι Ηλείας. Τότε μάθαμε ότι πολύ κοντά στο λιοστάσι που είχαμε αγοράσει –από την άλλη όμως μεριά τουκτήματος Μερκούρη– βρισκόταν το μεγάλο οικογενειακό κτήμα που ο Κώστας Σημίτης και ο αδελφός του   είχαν κληρονομήσει από τη μητέρα τους. Είχε να κατέβει χρόνια στην Ηλεία, αλλά τους μήνες που ακολούθησαν τον παρασύραμε. Αφού ανακαίνισε την παλιά αγροικία του παππού του, περνά αρκετές μέρες κάθε χρόνο στον «μικρό παράδεισο», όπως αποκαλώ το Κορακοχώρι, όπου και εμείς παραθερίζουμε πλέον με την κόρη μου, τον άντρα της και τους εγγονούς μας.

Ακολούθησε η άνετη εκλογή του Σημίτη και ως προέδρου του ΠΑΣΟΚ τον Ιούνιο του 1996, λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου. Από τη μικρή τηλεόραση του γραφείου της οδού Βαλαωρίτου παρακολουθούσαμε τις μαραθώνιες συνεδριάσεις του ιστορικού εκείνου συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ, όπου, ενώπιον 5.000 και πλέον συνέδρων, στο Ολυμπιακό Στάδιο, συγκρούσθηκαν τελικά δυο αντιλήψεις για την πολιτική: του Σημίτη, την οποία ο ίδιος συνόψιζε στο σύνθημα «εκσυγχρονισμός», από τη μια, και του Τσοχατζόπουλου, που αυτοοριζόταν ως συνέχεια της ανδρεϊκής παράδοσης στο κίνημα, από την άλλη. Φιλοευρωπαϊκή η πρώτη, ελληνοκεντρική η δεύτερη, εξέφραζαν τελικά τα δύο βαθύτερα ρεύματα της νεοελληνικής ιστορίας, τα οποία, τηρουμένων των αναλογιών, βρίσκει κανείς να ανταγωνίζονται και στους άλλους πολιτικούς χώρους. Στο συνέδριο εκείνο ο Σημίτης αρνήθηκε τη δυαρχία και δεσμεύτηκε να παραιτηθεί από πρωθυπουργός αν δεν εκλεγεί. Υπέρ αυτού τάχθηκαν ο Γιώργος Παπανδρέου, ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος και, όπως ελέχθη τότε, η μεγάλη μερίδα των λεγόμενων «γεννηματικών». Υπέρ του Τσοχατζόπουλου, ο Κώστας Λαλιώτης και μια σειρά στελεχών της λεγόμενης «αριστερής» πτέρυγας του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι, πολλά χρόνια αργότερα, προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είχε τότε καταφέρει να μιλήσει για πάνω από μία ώρα, χωρίς να φανερώσει την προτίμησή του.

Ο Σημίτης κέρδισε τη μάχη με πάνω από 54% των ψήφων και το ΠΑΣΟΚ τις εκλογές που ακολούθησαν, τον Σεπτέμβρη του 1996. Για την πρωθυπουργία Σημίτη, τη μακρότερη σε συνεχόμενη διάρκεια στη νεότερη ιστορία μας, έχουν βέβαια γραφτεί πολλά. Τον απολογισμό της τον έχει γράψει και ο ίδιος σε ένα βιβλίο που έγινε best seller, με τίτλο Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα, 1996-2004. Σε ό,τι με αφορά, δεν παραβλέπω βέβαια τις ευθύνες που του αναλογούν για τα φαινόμενα διαφθοράς που σημειώθηκαν επί των ημερών του και για ορισμένες χαρακτηριστικές ατολμίες, όπως η εγκατάλειψη της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Ίσως οφείλονταν στο ότι δεν έλεγχε το κόμμα, πολλά στελέχη του οποίου –η «παρέα του ’96», σύμφωνα με την προσφυή έκφραση του Γιάννη Πρετεντέρη– τον έβλεπαν ως ξένο σώμα. Στις αποτυχίες θα προσέθετα επίσης και τη «θολή» συνταγματική αναθεώρηση του 2001, η οποία δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις μιας εποχής, που απαιτούσε μεν αποτελεσματικότητα στην κυβερνητική δράση, αλλά με περισσότερη διαφάνεια και λογοδοσία των κυβερνώντων.

Παρ’ όλα αυτά, η οκταετία 1996-2004 κατατάσσεται στις πιο δημιουργικές της σύγχρονης ιστορίας μας. Διότι, πέρα από τις επιδόσεις της οικονομίας, που ήταν εντυπωσιακές, αντέστρεψε το κλίμα της εθνικής παρακμής, δίνοντας στους Έλληνες πρωτοφανή αυτοπεποίθηση. Τα μεγάλα δημόσια έργα άλλαξαν την όψη της χώρας και ανταποκριθήκαμε με επιτυχία στην πρόκληση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Πάνω απ’ όλα, η οκταετία Σημίτη ενίσχυσε το διεθνές κύρος της χώρας, πετυχαίνοντας κάτι που κανείς δεν περίμενε δέκα χρόνια πρωτύτερα: την ένταξή μας στη ζώνη του ευρώ, και της Κύπρου στην ΕΕ. Μια φράση του Σημίτη μού έχει μείνει: «Δεν είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε στη μιζέρια». Πέρα από τη θέληση για δράση, η φράση αυτή εκφράζει μια αισιοδοξία, ότι δηλαδή, παρά τις δυσκολίες, οι μεταρρυθμίσεις είναι εφικτές. Αρκεί να υπάρχουν στόχοι και σχέδιο. Αυτό νομίζω ότι είναι το στοιχείο που διαφοροποιεί τον Σημίτη από τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών της γενιάς του. Δεν τον ενδιαφέρει η εξουσία για την εξουσία. Τον ενδιαφέρει η εξουσία για να κάνει κάτι. Και θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που έζησα, έστω και από μακριά, το έργο του.

Πηγή: www.athensvoice.gr