Η φιλοσοφία ως θεραπεία: Μετά το τέλος της βεβαιότητας

267

Σειρά σημειώσεων και προβληματισμού πάνω σε επίκαιρα θέματα φιλοσοφικού διαλόγου στις μέρες του κατ’ οίκον περιορισμού, συνδεδεμένες με κλασικές ή και νεότερες βιβλιογραφικές αναφορές, για την πληρέστερη θεώρηση κάθε ζητήματος.

Του Άλκη Γούναρη

Τι έκαναν οι φιλόσοφοι στην καραντίνα; Μπορεί να μη βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του πυρός για την καταπολέμηση της πανδημίας, όμως προσέφεραν θεραπεία με αντίδοτα ιδεών, καθώς η κρίση συνέβαλε στον ανορθολογισμό και ανέδειξε παλαιότερα και νέα προβλήματα θέτοντας σε δοκιμασία το ηθικό, πολιτικό και οικονομικό μας σύστημα. Σε αυτήν τη σειρά σημειώσεων, κατέγραψα ορισμένα επίκαιρα σημεία που αποτέλεσαν αντικείμενο φιλοσοφικού διαλόγου στις μέρες του κατ’ οίκον περιορισμού, συνδέοντάς τα με κλασικές ή και νεότερες βιβλιογραφικές αναφορές βάσης, αν θέλει κάποιος να αποκτήσει μια πληρέστερη θεωρητική αντίληψη κάθε θέματος.

Keywords
πεποίθηση / γνώση / το πρόβλημα της επαγωγής

Κατά την πανδημία, χάθηκαν ή κινδύνεψαν να χαθούν εκατοντάδες χιλιάδες ζωές. Εκτός από την οδύνη και τον φόβο μπροστά στον θάνατο, πολλοί άνθρωποι βίωσαν μια πρωτόγνωρη ανασφάλεια: Την ανασφάλεια που γεννάει το άγνωστο και η πιθανότητα ο κόσμος να μην είναι ποτέ ξανά ο ίδιος. Προκειμένου να μην έρχονται αντιμέτωποι καθημερινά με το ερώτημα για το τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον, οι άνθρωποι δημιουργούν βεβαιότητες, οι οποίες τους δίνουν ένα αίσθημα σιγουριάς. Πέφτουν το βράδυ για ύπνο και θεωρούν βέβαιο ότι σε λίγες ώρες ο ήλιος θα ανατείλει ξανά, θα πάνε στη δουλειά τους, θα συναντήσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Σημειώνουν τα μελλοντικά ραντεβού τους, κάνουν μακροπρόθεσμα πλάνα, προγραμματίζουν τα ταξίδια και τις διακοπές τους. Έχουν την πεποίθηση και τη βεβαιότητα ότι η ζωή θα συνεχιστεί και στο μέλλον όπως την ήξεραν στο παρελθόν ή –ακόμα περισσότερο– την ελπίδα ότι στο μέλλον θα πραγματοποιήσουν τους στόχους τους.

Τα αισθήματα σιγουριάς και σταθερότητας κλονίζονται και το βάρος της ύπαρξης σε έναν κόσμο που τελικά δεν είναι φτιαγμένος στα μέτρα τους, γεννάει άγχος, θυμό, οδύνη και την αναζήτηση ευθυνών στους «άλλους», στις δυνάμεις εκείνες δηλαδή, που θεωρούν ότι ευθύνονται για το τέλος της δικής τους βεβαιότητας.

Και κάποια στιγμή έρχεται το αναπάντεχο. Ένας ξαφνικός θάνατος, μια κρίση, μια φυσική καταστροφή, μια ασθένεια, ένας πόλεμος ή ένας χωρισμός και το σύμπαν των βεβαιοτήτων καταρρέει. Το αίσθημα σιγουριάς και σταθερότητας κλονίζεται και το βάρος της ύπαρξης σε έναν κόσμο που τελικά δεν είναι φτιαγμένος στα μέτρα τους γεννάει άγχος, θυμό, οδύνη και την αναζήτηση ευθυνών στους «άλλους», στις δυνάμεις εκείνες δηλαδή που θεωρούν ότι ευθύνονται για το τέλος της δικής τους βεβαιότητας. Δεν κατανοούν όμως ότι οι βεβαιότητες που είχαν μέσα στο κεφάλι τους ποτέ δεν αντιστοιχούσαν στα γεγονότα του κόσμου που βρίσκεται έξω από το κεφάλι τους.

Οι άνθρωποι συχνά μπερδεύουν τις πίστεις, τα συναισθήματα και τις πεποιθήσεις τους για τον κόσμο, με το τι συμβαίνει ή τι μπορεί να συμβεί στην πραγματικότητα. Θεωρούν ότι οι ψυχολογικές καταστάσεις τους, που δημιουργούν το αίσθημα σιγουριάς για την αγάπη του συντρόφου τους ή για το γεγονός ότι έχουν δυο χέρια και ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί, συνιστούν βεβαιότητες που ισχύουν σήμερα και θα ισχύουν και στο μέλλον. Η πλάνη αυτή οφείλεται σε δύο λόγους: Ο ένας είναι ότι θεωρούν πως τα γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν, θα συμβούν και στο μέλλον σύμφωνα με μια κανονικότητα. Ο δεύτερος, ότι πιστεύουν πως η εμπειρία τους από τον κόσμο αποδεικνύει αυτό που πράγματι συμβαίνει στον κόσμο.

Ο Χιουμ[i] υποστήριζε ότι υπάρχει μια εγγενής τάση της ανθρώπινης νόησης να βρίσκει κανονικότητες στη φύση. Κάποιος βλέπει τον ήλιο να ανατέλλει καθημερινά και θεωρεί βέβαιο ότι και αύριο θα γίνει το ίδιο. Βρίσκει κάποια μοτίβα ομοιομορφίας και πιστεύει πως αυτό που παρατηρεί να ισχύει στο παρελθόν, θα ισχύει και στο μέλλον. Αυτή η συνήθεια του νου, να εξάγει συμπεράσματα για το μέλλον απ’ όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν, η επαγωγική σκέψη, καθοδηγεί τα επόμενα σχέδια των ανθρώπων και τους δίνει τη βεβαιότητα ότι τα πράγματα θα εξακολουθήσουν να συμβαίνουν όπως συνέβησαν μέχρι τώρα. Σε τι διαφέρει όμως αυτός ο επαγωγικός συλλογισμός από τον τρόπο που σκέφτονται τα κοτόπουλα όταν βλέπουν να πλησιάζει εκείνος που τα ταΐζει, μέχρι τελικά να τους κόψει τον λαιμό; Όπως καυστικά αποφαίνεται ο Ράσελ [1], σε τίποτα.

Τόσο για τα κοτόπουλα όσο και για τους ανθρώπους θα ήταν χρήσιμο να αναθεωρούν συχνότερα την άποψή τους για τις ομοιότητες και τις κανονικότητες των γεγονότων του παρελθόντος και τα συμπεράσματα που βγάζουν για το μέλλον. Το ότι κάτι ίσχυε μέχρι χθες δεν δικαιολογεί τη βεβαιότητα ότι αυτό το κάτι θα ισχύει και αύριο. Πρόκειται για σφάλμα κυκλικότητας, όπως εξηγεί ο Χιουμ. Το να θεωρεί κάποιος βέβαιο ότι τα πράγματα στο μέλλον θα συμβούν όπως στο παρελθόν, δικαιολογώντας την πεποίθηση αυτή στο γεγονός ότι συνέβησαν έτσι στο παρελθόν επειδή υπάρχει μια κανονικότητα, τον εγκλωβίζει σε μια κυκλική συλλογιστική[ii] όπου η «κανονικότητα» (η ισχύς της οποίας θα πρέπει να αποδειχθεί) λαμβάνεται ως δεδομένη και τον οδηγεί με αίσθημα βεβαιότητας να προβλέψει ότι κάτι θα συνεχίσει να συμβαίνει. Όμως αυτό δεν συνιστά παρά μια ψυχολογική προσδοκία, έναν «ευσεβή πόθο».

Η επιστήμη, όπως ισχυρίζεται ο φιλόσοφος, δεν στηρίζεται στην επαληθευσιμότητα, αλλά στη διαψευσιμότητα. Στην πορεία της επιστήμης δηλαδή, τα προβλήματα επιλύονται με προσωρινές θεωρίες, οι οποίες στη συνέχεια διαψεύδονται και αναθεωρούνται.

Ο Πόπερ κατάλαβε ότι η επαγωγική συλλογιστική δημιουργεί την ψυχολογική βεβαιότητα σύμφωνα με την οποία, βασισμένοι σε κάποιες αρχές, οδηγούμαστε σε γενικευμένες παραδοχές και προβλέψεις για το τι πρόκειται να ακολουθήσει στο μέλλον και αυτό θέτει σε κίνδυνο τη δικαιολόγηση της επιστημονικής γνώσης [2]. Η συσσώρευση εμπειρικών αποδείξεων του παρελθόντος για την απόδειξη των γεγονότων του μέλλοντος, όπως συμβαίνει στην επαγωγή, δεν συνιστά έγκυρη επιστημονική μέθοδο. Το ότι όλοι οι κύκνοι που έχουμε δει και έχουμε καταγράψει στο παρελθόν είναι λευκοί, δεν συνεπάγεται την ισχύ του συμπεράσματος «όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί», γιατί υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο κάποια στιγμή στο μέλλον να ανακαλύψουμε μαύρους κύκνους (όπως και συνέβη). Η επιστήμη, όπως ισχυρίζεται ο φιλόσοφος, δεν στηρίζεται στην επαληθευσιμότητα, αλλά στη διαψευσιμότητα. Στην πορεία της επιστήμης, δηλαδή, τα προβλήματα επιλύονται με προσωρινές θεωρίες, οι οποίες στη συνέχεια διαψεύδονται και αναθεωρούνται. Η επιστήμη εν προκειμένω, είναι μια διαρκής διαδικασία «εικασιών και ανασκευών»[iii] που δεν θεμελιώνεται εντέλει στην επαγωγική σκέψη.

Τον προβληματισμό του για την έγκυρη δικαιολόγηση μιας «βεβαιότητας» βασισμένης πάνω στην εμπειρία διατύπωσε και ο Βιτγκενστάιν [3]. Οι πεποιθήσεις, σύμφωνα με τον Αυστριακό, συνθέτουν μία «κοσμοεικόνα», η οποία καθοδηγεί τόσο την καθημερινή ζωή όσο και την επιστημονική έρευνα. Η εικόνα αυτή, όμως, δεν συνιστά έγκυρη γνώση. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να στρέφεται κανείς σε έναν καθολικό σκεπτικισμό, όπως έκανε ο Χιουμ; Όχι, γιατί ακόμα και η ίδια η διαδικασία της γενικής αμφιβολίας, προϋποθέτει ένα είδος «ελάχιστης βεβαιότητας»[iv]. Αυτή τη βεβαιότητα αναζητά ο Βιτγκενστάιν στις συνθήκες ορθολογικότητας γύρω από τις οποίες περιστρέφεται εντέλει η επιστημονική έρευνα. Μια ορθολογικότητα, που επιτρέπει να διακρίνουμε την πλάνη των πεποιθήσεων αλλά και την εγκυρότητα ορισμένων εξ αυτών, ως βάση για την επιστημονική εξέλιξη.

Η πανδημία υπενθύμισε στους ανθρώπους ότι τόσο στην καθημερινή τους ζωή όσο και στην επιστημονική έρευνα οφείλουν να βρίσκονται σε ετοιμότητα. Οι βεβαιότητες που τους προσφέρουν αυτή τη μικρή προσωρινή ανακούφιση από το άγχος της καθημερινής αμφιβολίας μπορεί να τους οδηγήσουν τελικά σε βαθιά κρίση και κατάρρευση όλου του οικοδομήματος και της εικόνας που έχουν φτιάξει για τον κόσμο. Η φιλοσοφική στάση απέναντι στη ζωή προϋποθέτει ετοιμότητα και προσαρμογή. Ετοιμότητα, για την αποδοχή της πιθανότητας ότι οι μέχρι σήμερα βεβαιότητες μπορεί να διαψευστούν, και προσαρμογή στις κάθε φορά νέες συνθήκες. Η ικανότητα αυτή επιτρέπει στον άνθρωπο μέσα στις διαρκείς προκλήσεις και αλλαγές να ερμηνεύει και να νοηματοδοτεί ξανά αλλά και να διαμορφώνει την επόμενη μέρα.

* Ο ΑΛΚΗΣ ΓΟΥΝΑΡΗΣ είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας, επιστημονικός συνεργάτης
και ερευνητής στο ΕΚΠΑ – https://alkisgounaris.gr/.

[i] Διαβάστε το έργο του Χιουμ “An Enquiry Concerning Human Understanding” εδώ.
[ii] Πρόκειται για τη συλλογιστική όπου κάποιος επιχειρεί να αποδείξει την ισχύ ενός συμπεράσματος, μέσω μιας προκείμενης η οποία όμως μπορεί να ισχύει μόνο αν ισχύει το συμπέρασμα. Είναι σαν να υποστηρίζει κάποιος ότι αυτό που λέει είναι αληθές επειδή πάντα λέει την αλήθεια.
[iii] Διαβάστε το έργο του Καρλ Πόπερ “Conjectures and Refutations: The Growth of Scientific Knowledge” εδώ.
[iv] Το αντεπιχείρημα απέναντι στον απόλυτο σκεπτικισμό του Χιουμ είναι, πως καθώς η πρόταση «Δεν υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα» θα πρέπει να είναι είτε αληθής, είτε ψευδής, προκειμένου να μην προκύπτει αντίφαση, θα πρέπει να υπάρχει μια συνθήκη τέτοια που να δικαιολογεί έστω και μεθοδολογικά την αποδοχή μιας ελάχιστης βεβαιότητας.
Πηγή: bookpress.gr